Ένα όνειρο γλυκό!
Για το νέο αποπροσανατολιστικό κύκλο κατασκοπολογίας..
“…από το παράθυρο που βλέπει προς του Νταρά τις Πέτρες ακούστηκε ένας ελαφρύς χτύπος. Νόμιζα πως ήταν ο Σπιρτούλης ο σπουργίτης, που συνηθίζει να επισκέπτεται το βόρειο παράθυρο μου τις πρωινές ώρες, εκτός από εκείνες που το έχει καπαρώσει η Λιλίκα η γατούλα μου και δε λέει να ξεκουνηθεί από εκεί, ίσως και πονηρά σκεπτόμενη να περιμένει τον Σπιρτούλη.
Γύρισα με σχετική δυσφορία για να του κάνω νόημα να σταματήσει, μπορούσα και αργότερα να του βάλω τα σπόρια στο περβάζι.
Δεν είχε καλά καλά ξημερώσει, αλλά στο παράθυρο μου διακρίνονταν ένα γλυκύτατο γυναικείο πρόσωπο με δύο μεγάλα γαλανά μάτια.
Με χαμογελούσε, δε θυμόμουν να την είχα ξαναδεί κάπου, με το αριστερό της χέρι μου έδειξε μια μικρή πλαστική ταυτότητα, διέκρινα στο πάνω μέρος το σήμα της KGB και κάτω δεξιά το όνομα του Βλαντιμίρ Πούτιν. Αναθάρρησα.
Θυμήθηκα τον πατέρα μου που όταν έρχονταν κάποιος από το κόμμα και χτυπούσε το παράθυρο συνθηματικά πετάγονταν για να τον ανοίξει.
Αν έρχονταν ο αδελφός του από Θεσσαλονίκη συνήθως έτρεχε πρώτος ο Γιωργάκης που του είχε αδυναμία.
Εκτός κι αν ο χτύπος ήταν βάρβαρος, τότε το χέρι του πήγαινε στη κάλτσα, στο μαχαίρι που είχε πάντα στο πλάγιο μέρος της.
Όμως ο πατέρας έχει φύγει εδώ και 16 χρόνια. Σηκώθηκα και της άνοιξα την πόρτα.
“Ιρίνα Αλεξαντρόβα” μου συστήθηκε.
Μιλούσε άψογα ελληνικά, θα έλεγα πως κατείχε τη γαλατσιάνικη προφορά καλύτερα και από μένα.
“Τσάι ή βότκα” τη ρώτησα.
“Όχι, όχι, χρόνια τώρα συνήθισα τον ελληνικό καφέ. Μέχρι και το φλυτζάνι έλεγα στον Σπίρτση και στον Τάκη τον Θεοδωρικάκο. Στον τελευταίο μάλιστα που διετέλεσε και γραμματέας της ΚΝΕ, παλιότερα δικός μας, του περιέγραφα παραστατικά το τελευταίο γράμμα του Ζόργκε από την γερμανική πρεσβεία του Τόκιο, αλλά αυτουνού το μυαλό ήταν στις δημοσκοπήσεις, δεν καταλάβαινε τίποτα. Αν και μια πραγματική δημοσκόπηση που είδα στο φλυτζάνι του μετά τα Τέμπη, την ταχυδρόμησα πριν φύγω για να του τη δώσουν με couriers. Τού χρωσταγα μια έκπληξη για τη φιλοξενία”.
Είχα μείνει άναυδος, ίσα πού τράβηξα μια ρουφηξιά από τον καφέ μου. Εκείνη τράβηξε δύο τρείς γρήγορες, έτσι σκέφτηκα θα πίνουν τον καφέ τους οι Ρωσίδες. Σηκώθηκε να φύγει.
Τότε συνειδητοποίησα πως μπροστά μου βρίσκονταν μια κοκκινομάλλα γυναικάρα ίσα με το μπόι μου, με διαπεραστικά μάτια και μια ψυχική δύναμη πού με προκαλούσε δέος και αναστάτωση.
Η γυναίκα των ονείρων μου!
“Και τι θέλετε από μένα” ψέλλισα.
“Ας αφήσουμε τον πληθυντικό. Σε γνωρίζω από τότε που γεννήθηκες, ξέρω και την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως σου στο Ρωσικό νοσοκομείο. Σήμερα τίποτα δε θέλω, φεύγω και είπα να σε αποχαιρετήσω”.
Αισθάνθηκα στα αλήθεια σα να μου φεύγει ένας δικός μου άνθρωπος. Το κατάλαβε.
“Μπορεί να κατέβω Χαλκιδική το καλοκαίρι, με άλλο όνομα και με άλλο λούκ. Τα πλεκτά και τα νήματα τέλος” μου είπε.
“Ίσως να γοητεύτηκε κι αυτή, θα έχω πέραση ακόμα” σκέφτηκα. “Για να θέλει να κατέβει το καλοκαίρι ποιος ξέρει, έχω και το σπίτι στις Καλύβες”.
“Α παρά λίγο να ξεχάσω το κυριότερο που σε ενδιαφέρει. Αυτό εδώ είναι από τον Βλαδίμηρο και είναι για τον πατέρα σας, για την προσφορά του προς τον Ρωσικό λαό”.
Μου παρέδωσε ένα διπλωμένο χαρτί που φαινόταν στην άκρη του η Σοβιετική στάμπα.
Με αποχαιρέτησε με ένα φιλί και μου παρακάλεσε να δώσω τα χαιρετίσματα της στον Θεοδωρικάκο και στον Σπίρτζη.
“Πολύ εμμονή με τούτους” σκέφτηκα. “Χρήσιμοι συνεργάτες” διευκρίνισε, “πιάνοντας” στον αέρα τις σκέψεις μου.
Από τη ζαλάδα μου δε θυμάμαι αν το φιλί που μου έδωσε ήταν στο στόμα ή στο μάγουλο.
Άνοιξε την πόρτα και χάθηκε προς του Νταρά τις Πέτρες.
Τα χτυπήματα στο παράθυρο έγιναν τώρα πιο έντονα. Πετάχτηκα πάνω. Εσύ ρε χαζούλη είσαι και μου χάλασες το καλύτερο…
Τάσος Κανταράς
μέλος του Π.Σ. της ΛΑΕ ΑΑ