Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα»
Μαρούσι, 22-2-2023
Φίλες και φίλοι, Συντρόφισσες και σύντροφοι
Είναι μεγάλη χαρά και τιμή για εμένα να βρίσκομαι εδώ για να μιλήσω για το βιβλίο του Δημήτρη. Όταν το πρωτοδιάβασα, η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι, πέρα από εμάς, που παλέψαμε τη συγκλονιστική περίοδο 2010 -2015, είναι ένα βιβλίο που πρέπει να διαβάσουν οι νεότεροι από εμάς. Όσοι και όσες ήταν πολύ νέοι τα χρόνια του μεγάλου αγώνα ενάντια στα μνημόνια, στις πλατείες, στις 12 Φλεβάρη του 2012, αλλά και στις μέρες του δημοψηφίσματος. Σε εκείνες τις μέρες και εκείνες τις στιγμές, που όλα τα ενδεχόμενα ήταν ανοιχτά, έστω και από «ατύχημα». Και στα χρόνια που οι τεκτονικές μεταβολές στην πολιτική σκηνή και στους συσχετισμούς, αλλά και η προοπτική μιας ανατροπής ήταν στην ημερήσια διάταξη, στους δρόμους.
Πράγματι, οι 8 μήνες για τους οποίους μιλά και γράφει ο Δημήτρης συντάραξαν την Ελλάδα και έχουν αφήσει πολύ ισχυρό το αποτύπωμά τους. Σε μια περίοδο με καταθλιπτικούς συσχετισμούς, είναι αναγκαίο να θυμόμαστε ότι πολύ λίγα χρόνια πριν, ένα πολιτικό σύστημα που φάνταζε αήττητο αποδιαρθρώθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό, αντιλήψεις που εμφανίζονταν σαν θέσφατα, όπως οι ιερές αγελάδες της Ευρωζώνης και της ΕΕ, τέθηκαν υπό μαζική, λαϊκή αμφισβήτηση, ένας λαός που, πέρα από τους αγώνες της νεολαίας, είχε χρόνια να βγει στο προσκήνιο, έδωσε μια παρατεταμένη και ηρωική μάχη, παρά τις αυταπάτες ή τις αδυναμίες. Και αυτή τη μάχη την κέρδισε, με το 62% του ΟΧΙ, σε συνθήκες πρωτοφανούς για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα ιδεολογικής τρομοκρατίας. Παρότι η νίκη του λαού ανατράπηκε βίαια από την τότε ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η μνημονιακή στροφή του απογοήτευσε βαθιά, παρότι έστρωσε το δρόμο για τη σημερινή ισχύ του Μητσοτάκη, το δίδαγμα της περιόδου παραμένει: τίποτα δεν είναι ανέφικτο, όλα μπορούν να πάνε αλλιώς.
Για αυτό το δίδαγμα, που για εμάς είναι πια ζωντανό βίωμα, πρέπει το βιβλίο του Δημήτρη να διαβαστεί από τους νεότερους. Πρέπει όμως να διαβαστεί και από εμάς, με την νηφαλιότητα που δίνει η απόσταση και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, επιβεβαιώνοντας ή διαψεύδοντας. Είναι ένα βιβλίο που θέτει – και απαντά – το ερώτημα, εάν μπορούσε η εξέλιξη να είναι διαφορετική, που παρουσιάζει την πραγματικότητα, αλλά και κάνει ειλικρινή και τίμια αυτοκριτική. Και μόνο για αυτό, και επειδή η αυτοκριτική είναι κάτι που λείπει από την πολιτική – και δυστυχώς και από την αριστερή πολιτική ορισμένες φορές – η συνεισφορά του βιβλίου είναι ακόμα πιο μεγάλη.
Θα θέσω τρία ερωτήματα.
Ερώτημα πρώτο: Η πολιτική της ΕΕ και των ιμπεριαλιστικών κέντρων απέναντι στην Ελλάδα, την οποία αποδέχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ με την πλήρη υποταγή του στους δανειστές, ήταν αποτέλεσμα κάποιου αντικειμενικού νόμου, ήταν αναπόφευκτη; Την απάντηση την έχει δώσει ήδη η ίδια η ζωή. Το 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, τα μεγάλα καπιταλιστικά κράτη, με πρώτες τις ΗΠΑ, ακολούθησαν μια άνευ προηγουμένου – για την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού – επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, έδωσαν γιγαντιαία πακέτα ρευστότητας και στήριξης των οικονομιών τους – φυσικά με κάτι παραπάνω από τη μερίδα του λέοντος να κατευθύνεται στο μεγάλο κεφάλαιο. Στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη, τα πρωτογενή πλεονάσματα και οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί ξεχάστηκαν, το Σύμφωνο Σταθερότητας βγήκε από το κάδρο, η σιδερένια πειθαρχία της νεοφιλελεύθερης λιτότητας εγκαταλείφθηκε, μαζί με τα φανταστικά αφηγήματα της καταστροφικής φύσης της κρατικής παρέμβασης και του ρυθμιστικού ρόλου του «αόρατου χεριού» της αγοράς. Η «οικονομική νομοτέλεια» από την οποία δήθεν προέκυψε η μνημονιακή βαρβαρότητα ήταν ένα θρασύτατο ψέμα. Το ευρωπαϊκό διευθυντήριο πήρε την πολιτική απόφαση να τσακίσει την Ελλάδα και το λαό της, να την κάνει πειραματόζωο σπέρνοντας μια πρωτοφανή καταστροφή – τη μεγαλύτερη πτώση του ΑΕΠ σε καιρό ειρήνης, την μετανάστευση, την αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, τη διάλυση των μισθών και των συντάξεων – για να δώσει ένα πολιτικό μήνυμα στους λαούς.
Όπως μας θυμίζει ο Δημήτρης, η απόφαση αυτή είχε ήδη δηλωθεί από τον Σόιμπλε: «θα τους γδάρω και θα ανεμίζω το τομάρι τους στους Podemos». Η ΕΕ και η Ευρωζώνη δεν τσάκισαν το λαό μας γιατί δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς, ούτε επέβαλαν την καταστροφή και την ταπεινωτική υποταγή γιατί η περικοπή του χρέους, ή η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα είχαν κάποια εκτεταμένη οικονομική επίπτωση. Αλλά γιατί ήθελαν να εξαφανίσουν το ενδεχόμενο, μια μικρή χώρα του νότου να έρθει σε ρήξη, να επιβιώσει έξω απ’ το ευρωσύστημα, δίνοντας έτσι μήνυμα ελπίδας στους λαούς και θέτοντας στην ημερήσια διάταξη άλλες πολιτικές εξελίξεις, σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία. Αυτή η απόφαση ήταν γνωστή και καθιστά μεγαλύτερη την ευθύνη όσων, είτε από αυταπάτες στην αρχή, είτε – πολύ χειρότερα – εν πλήρει συνειδήσει, από την αρχή και στη συνέχεια, είπαν στο λαό ότι είναι εφικτός ένας άλλος δρόμος, χωρίς τη ρήξη.
Ερώτημα δεύτερο: Ήταν εφικτό να εξελιχθούν τα πράγματα αλλιώς; Η πεποίθηση του συγγραφέα, όπως και η δική μου, είναι αναμφίβολα ναι. Ο Δημήτρης απαντά στην προτελευταία από τις 45 + 3 ερωτήσεις, όπου εκθέτει τα συμπεράσματά του, ότι τα πράγματα μπορούσαν να πάνε αλλιώς, με κάποιες προϋποθέσεις.
Κατά τη γνώμη μου, ένα συμπέρασμα που πρέπει να βγει από την περίοδο όχι μόνο του 8μήνου, αλλά και την προηγούμενη, είναι ότι, για να πάνε τα πράγματα διαφορετικά, χρειάζεται μια αριστερά με προγραμματική σαφήνεια, χωρίς αμφισημίες, που να μπορεί, με τις θέσεις της, να προετοιμάσει το λαό για τις απαραίτητες ρήξεις. Το πρόγραμμα και η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαμορφώθηκε από την ηγετική του ομάδα, δεν κινούνταν σε αυτή την κατεύθυνση, διότι η ρήξη ήταν κάτι που απεύχονταν. Όμως, πρέπει να γίνει εδώ μια επισήμανση. Σαφήνεια στο πρόγραμμα δεν σημαίνει ιδεολογική καθαρότητα ή διαρκής επανάληψη της λέξης επανάσταση ή ανατροπή. Κάθε άλλο. Σημαίνει πρόγραμμα που να δίνει αυτοπεποίθηση, προβάλλοντας άμεσους στόχους, που μπορούν να κατακτηθούν στο σήμερα, να αποτελέσουν νίκες που θα δίνουν πνοή στο κίνημα. Και ταυτόχρονα, μεταβατικούς στόχους, που θα θέτουν στο επίκεντρο τους βασικούς άξονες της αστικής πολιτικής, που η διεκδίκηση και η επιβολή τους αμφισβητεί την στρατηγική του κεφαλαίου και ανοίγει δρόμους για ευρύτερες ρήξεις, με τον ορίζοντα του σοσιαλισμού. Μεταβατικό πρόγραμμα δηλαδή.
Την περίοδο 2010 – 2015, δεν ήταν καθόλου επαναστατική μια πολιτική στάση που παρέπεμπε τις πολιτικές και κοινωνικές νίκες στο επέκεινα του σοσιαλισμού. Ιδιαίτερα όταν, ταυτόχρονα, διακήρυσσε, τη στιγμή που ο λαός έδινε τη μεγαλύτερη ταξική σύγκρουση της μεταπολίτευσης, ότι η έξοδος από το ευρώ χωρίς ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων εξουσίας είναι επικίνδυνη, καταστροφική και θα φέρει το λαό σε χειρότερη θέση, ότι η «επαναστατική» στάση ήταν το άκυρο στο δημοψήφισμα, ότι οι πλατείες της λαϊκής οργής αλλά και της ταχύτατης πολιτικοποίησης του κινήματος μέσα από την πείρα του, ήταν ελεγχόμενες από ακροδεξιούς και φασίστες. Και ιδιαίτερα όταν, η έλλειψη των αιτημάτων που, κατά την άποψή μου ήταν όντως επαναστατικά, όπως ήταν το αναγκαίο και εφικτό της εξόδου από την ευρωζώνη και της διαγραφής του χρέους συνοδευόταν από την πολιτική της διάσπασης, με πρόσχημα την μη επαρκή ή καθαρή αναφορά στο σοσιαλισμό.
Το συμπέρασμα λοιπόν που πρέπει να κρατήσουμε, για τα σημερινά μας εγχειρήματα, είναι η επιμονή στο μεταβατικό πρόγραμμα, για την άμεση λύση των προβλημάτων του λαού, μαζί με την επιμονή στην ανάγκη για τις αιχμές των κρατικοποιήσεων, της βαθιάς περικοπής του χρέους, της εξόδου από την ευρωζώνη, της ρήξης με τη σιδερένια φυλακή των πολιτικών της ΕΕ, της απεμπλοκής από τον νατοϊκό χωροφύλακα που αιματοκυλάει τους λαούς.
Ένα δεύτερο συμπέρασμα είναι η επιμονή στη δύναμη του λαού, που είναι ο μοναδικός γίγαντας που μπορεί να σπάει αλυσίδες. Η αντίπαλη πλευρά το γνωρίζει καλά, όπως καλά φάνηκε να το γνωρίζει και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, όταν επεδίωξε να κυριαρχήσει ξανά η λογική της ανάθεσης μετά το 2012, για να καθησυχάσει τα αστικά επιτελεία και για να αποφύγει «ανεξέλεγκτες» καταστάσεις. Και εδώ, βρίσκεται ένα τμήμα από την μεγάλη αξία της αυτοκριτικής που κάνει ο Δημήτρης, όταν μιλά για την αναγκαία ενεργοποίηση του λαϊκού και εργατικού κινήματος, αλλά και για το ότι έπρεπε η Αριστερή Πλατφόρμα να πάρει περισσότερες κινηματικές πρωτοβουλίες, να κάνει άνοιγμα στο λαό, τόσο κατά τη διάρκεια της «διαπραγμάτευσης», όσο και μετά την μνημονιακή προσαρμογή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, τη μετατροπή του ΟΧΙ σε ΝΑΙ, στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, αλλά και την ψήφιση του τρίτου μνημονίου. Μετά την άνοιξη των αγώνων του 2010 – 2012, που ήταν άλλωστε αυτή που ξήλωσε το παραδοσιακό πολιτικό προσωπικό, παρήγαγε τεκτονικές μετατοπίσεις, μετέτρεψε το ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση με κυβερνητική δυναμική από ένα κόμμα του 3%, οι κοινωνικοί αγώνες κάμφθηκαν απότομα. Κυριάρχησε η ανάθεση, η αναμονή της κυβερνητικής εναλλαγής, η επένδυση των προσδοκιών στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό κέντρο. Ένα μέρος της ιστορίας της ήττας είχε ήδη γραφτεί από τότε. Για την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, η πολιτική του ώριμου φρούτου ήταν συνειδητή επιλογή, όπως ήταν και οι επόμενες που επισφράγισαν το δρόμο του συμβιβασμού: η ενσωμάτωση του πασοκικού πολιτικού προσωπικού, η διαρκής υποχώρηση των προγραμματικών θέσεων, όπως αποκρυσταλλώθηκε τελικά και στο Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης, αλλά και όσα ακολούθησαν μετά τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Η Αριστερή Πλατφόρμα, όπως με θάρρος λέει ο Δημήτρης, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Φυσικά, το ίδιο έπραξαν και άλλες δυνάμεις της αριστεράς.
Στη σημερινή πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, βλέπουμε το ίδιο φαινόμενο, με πολύ πιο ρητό τρόπο φυσικά. Δεν υπάρχει πιο πρόσφορο παράδειγμα από αυτό των παρακολουθήσεων. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ολοκληρώσει προ πολλού τη μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη προσαρμογή του, όχι μόνο γιατί ψήφισε και εφάρμοσε το τρίτο μνημόνιο, αλλά και γιατί υποστήριξε τις βασικές επιλογές της κυβέρνησης Μητσοτάκη, δεν άρθρωσε κανέναν αντιπολιτευτικό λόγο στην πανδημία, συστρατεύθηκε πλήρως με τα νατοϊκά σχέδια και υποστηρίζει επί της ουσίας την κυβερνητική στάση για την εμπλοκή στον πόλεμο και άλλα πολλά. Το θέμα των παρακολουθήσεων, κεφαλαιώδες ζήτημα που αναδεικνύει το χαρακτήρα του Μητσοτάκη και της κυβέρνησής του, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να το σηκώσει. Αποκλειστικά και μόνο όμως μέσω των κοινοβουλευτικών χειρισμών, χωρίς να προσφύγει ούτε μια στιγμή στη λαϊκή κινητοποίηση. Από τη μία πρόταση μομφής και υποτιθέμενος ανένδοτος, από την άλλη διαρκή διαπιστευτήρια στα κέντρα εξουσίας χωρίς ούτε ένα κάλεσμα σε μία διαδήλωση.
Αυτό λοιπόν είναι το δεύτερο συμπέρασμα: πίστη στο λαό, κοινωνική και πολιτική αντιπολίτευση, όποια και αν είναι η επόμενη κυβέρνηση, με διαρκή προσπάθεια για να συμβάλλουμε να αναταχθεί το κίνημα, με σεβασμό στην αυτοτέλεια των κινημάτων, με συνεχή αγώνα για κοινές, μετωπικές πρωτοβουλίες στο δρόμο και στους κοινωνικούς χώρους.
Το τρίτο – και ίσως και πιο σημαντικό – ερώτημα, είναι γιατί μας είναι σήμερα χρήσιμη αυτή η συζήτηση. Για δύο λόγους. Ο ένας είναι να αποφύγουμε τα λάθη. Λάθη που δεν έκανε μόνο το ρεύμα από το οποίο προέρχεται ο συγγραφέας, αλλά όλη η αριστερά. Από αυτή τη σκοπιά, κρατάω τα δύο συμπεράσματα που ήδη σας ανέφερα και προσθέτω ένα τρίτο. Δίπλα στη δέσμευση στους κοινωνικούς αγώνες και στην προγραμματική σαφήνεια, συνδυασμένη με τον μαζικό λόγο, χρειάζεται να γεννηθεί ξανά αυτό που είχαμε το 2010 – 2015 και χάθηκε με την στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, που εξευτέλισε την αριστερά, έσπειρε την απογοήτευση, έκανε συνείδηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Να γεννηθεί ξανά η αυτοπεποίθηση του λαού και η εμπιστοσύνη του στη δύναμή του. Η καλύτερη υπηρεσία που η αριστερά έχει να προσφέρει, από αυτή την άποψη, είναι η ενότητα. Όχι μια παροπλισμένη ενότητα, χωρίς προγραμματικές αιχμές και χωρίς να θέτει τις ρήξεις στην ημερήσια διάταξη. Αλλά η ενότητα στη βάση αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων, χωρίς όμως εμμονές σε ιδιαίτερες ιδεολογικές τοποθετήσεις, χωρίς άσκοπους και καταστροφικούς κατακερματισμούς. Μια ενότητα με σεβασμό, ισοτιμία και αυτοτέλεια, με ανάδειξη των διαφορών, αλλά κι επιμονή στους κοινούς τόπους. Μόνο έτσι θα καταφέρουμε να αποτρέψουμε τα ενδεχόμενα των αυτοδύναμων ή ισχυρών μνημονιακών κυβερνήσεων συνεργασίας, μόνο έτσι θα συμβάλλουμε να γεννηθεί ξανά μια νέα ελπίδα. Για να φύγει η πιο επικίνδυνη κυβέρνηση της μεταπολίτευσης, αλλά και για να ηττηθεί ο νεόκοπος μνημονιακός, νεοφιλελεύθερος δικομματισμός και τα δεκανίκια του. Το 2010 – 2015, έγινε κτήμα ενός μεγάλου κομματιού του λαού και της νεολαίας ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Ότι όλα όσα μας μάθαιναν ότι είναι αδιαπραγμάτευτα, σχεδόν αξιωματικά, μπορούν να είναι αλλιώς. Αυτή την αντίληψη και αυτή την πίστη πρέπει να ξαναχτίσουμε σήμερα, για να αμφισβητηθούν ξανά οι συσχετισμοί.
Ο Δημήτρης, στον πρόλογο του βιβλίου του γράφει: «αισθάνομαι ηττημένος, αλλά όχι απογοητευμένος, ούτε μετανιωμένος για αυτά που ονειρεύτηκα και για τα οποία αγωνίστηκα. Ότι αν ξαναβρισκόμουν μπροστά στα ίδια πολιτικά και αξιακά διλήμματα, πάλι τα ίδια θα έκανα, πάλι όχι θα έλεγα, όσες ζωές κι αν ζούσα. Ότι έχω ήσυχη τη συνείδησή μου για αυτό το όχι, γιατί, τελικά, το σύστημα μπορεί να μας νίκησε, αλλά δε μας υπόταξε και ούτε του εκχωρήσαμε το ηθικό πλεονέκτημα της αριστεράς». Δημήτρη, αγαπημένε μας σύντροφε, με την ξεχωριστή σου τιμιότητα, με τη σπάνια αισιοδοξία σου, με την έμπρακτη, ανιδιοτελή στάση της εγκατάλειψης του υπουργικού θώκου για να τιμήσεις το λαό, τις προσδοκίες του και τις αξίες μας, δεν νικηθήκαμε ακόμα. Όπως λες κι εσύ πολλές φορές, αναφέροντας τον ποιητή, και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πώς ήμουν σπόρος. Στους νέους, κοινούς μας αγώνες, για να ξαναδημιουργήσουμε την προοπτική της ρήξης, αυτή τη φορά με τη νίκη!