Πώς η Αμερική κατέστρεψε τον αγωγό Nord Stream (του Seymour Hersh)

Πώς η Αμερική κατέστρεψε τον αγωγό Nord Stream

Δημοσιεύουμε αυτούσιο το ρεπορτάζ που ανέβασε ο διάσημος Αμερικανός δημοσιογράφος Seymour Hersh στις 13:00 ώρα Ελλάδος με συνταρακτικές αποκαλύψεις για την ανατίναξη των αγωγών Nord Stream και Nord Stream 2.
μετάφραση Κωστής Μηλολιδάκης

Οι “New York Times” το χαρακτήρισαν “μυστήριο”, αλλά οι Ηνωμένες Πολιτείες εκτέλεσαν μια απόρρητη θαλάσσια επιχείρηση που κρατήθηκε μυστική – μέχρι τώρα. 

Το Κέντρο Καταδύσεων και Διάσωσης του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ βρίσκεται σε μια τοποθεσία τόσο άγνωστη όσο και το όνομά του – κατηφορίζοντας αυτό που κάποτε ήταν ένας αγροτικός δρόμος στην αγροτική Panama City, μια πόλη-θέρετρο που σήμερα βρίσκεται σε άνθηση, σε μια στενή λωρίδα γης στα νοτιοδυτικά της Φλόριντα, 70 μίλια νότια από τα σύνορα με την Αλαμπάμα. Το συγκρότημα του Κέντρου είναι τόσο ακαθόριστο όσο και η τοποθεσία του – μια άχρωμη τσιμεντένια μεταπολεμική κατασκευή που θυμίζει επαγγελματικό λύκειο στη δυτική περιοχή του Σικάγο. Ένας χώρος με πλυντήρια που λειτουργούν με κέρματα και μια σχολή χορού βρίσκονται απέναντί του σε αυτό που τώρα είναι ένας δρόμος τεσσάρων λωρίδων.

Το κέντρο εκπαιδεύει εδώ και δεκαετίες εξαιρετικά ειδικευμένους δύτες βαθέων υδάτων, οι οποίοι κάποτε υπηρετούσαν σε αμερικανικές στρατιωτικές μονάδες σε όλο τον κόσμο- και είναι ικανοί να κάνουν τεχνικές καταδύσεις τόσο για το καλό -π.χ. χρησιμοποιώντας εκρηκτικά C4 για να καθαρίσουν λιμάνια και παραλίες από συντρίμμια και μη εκραγέντα πυρομαχικά- όσο και για το κακό, όπως η ανατίναξη ξένων πετρελαιοπηγών, η καταστροφή των βαλβίδων εισαγωγής σε υποθαλάσσιους σταθμούς παραγωγής ενέργειας, η καταστροφή των υδατοφρακτών σε κρίσιμα ναυτικά κανάλια. Το κέντρο της Panama City, το οποίο υπερηφανεύεται για τη δεύτερη μεγαλύτερη εσωτερική πισίνα στην Αμερική, ήταν το ιδανικό μέρος για να στρατολογηθούν οι καλύτεροι, και πιο λιγομίλητοι, απόφοιτοι της σχολής καταδύσεων, οι οποίοι έκαναν με επιτυχία το περασμένο καλοκαίρι αυτό που είχαν εξουσιοδοτηθεί να κάνουν 260 πόδια κάτω από την επιφάνεια της Βαλτικής Θάλασσας.

Τον περασμένο Ιούνιο, οι δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, ενεργώντας υπό την κάλυψη μιας ευρέως δημοσιοποιημένης άσκησης του ΝΑΤΟ στα μέσα του καλοκαιριού, γνωστής ως BALTOPS 22, τοποθέτησαν τα εκρηκτικά με τηλεχειρισμό που, τρεις μήνες αργότερα, κατέστρεψαν τρεις από τους τέσσερις αγωγούς Nord Stream, σύμφωνα με πηγή με άμεση γνώση του επιχειρησιακού σχεδιασμού.

Δύο από τους αγωγούς, οι οποίοι ήταν κοινώς γνωστοί ως Nord Stream 1, παρείχαν στη Γερμανία και σε μεγάλο μέρος της Δυτικής Ευρώπης φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο για περισσότερο από μια δεκαετία. Ένα δεύτερο ζεύγος αγωγών, με την ονομασία Nord Stream 2, είχε κατασκευαστεί αλλά δεν ήταν ακόμη σε λειτουργία. Τώρα, με τα ρωσικά στρατεύματα να συγκεντρώνονται στα ουκρανικά σύνορα και τον πιο αιματηρό πόλεμο στην Ευρώπη από το 1945 να πλησιάζει, ο πρόεδρος Τζόζεφ Μπάιντεν είδε στους αγωγούς ένα όχημα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, μέσω του οποίου θα χρησιμοποιούσε το φυσικό αέριο ως όπλο για τις πολιτικές και εδαφικές του φιλοδοξίες.

Όταν της ζητήθηκε σχόλιο, η Adrienne Watson, εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, ανέφερε σε ηλεκτρονικό μήνυμα: “Αυτό είναι ψευδές και εντελώς φανταστικό”. Η Tammy Thorp, εκπρόσωπος της CIA, έγραψε ομοίως: “Αυτός ο ισχυρισμός είναι εντελώς και απολύτως ψευδής”.

Η απόφαση του Μπάιντεν να σαμποτάρει τους αγωγούς ήρθε μετά από περισσότερους από εννέα μήνες άκρως απόρρητων συζητήσεων στο εσωτερικό της κοινότητας εθνικής ασφάλειας της Ουάσινγκτον για το πώς θα επιτευχθεί καλύτερα αυτός ο στόχος. Κατά το μεγαλύτερο μέρος αυτού του χρόνου, το ζήτημα δεν ήταν αν έπρεπε να πραγματοποιηθεί η αποστολή, αλλά πώς θα γινόταν χωρίς να υπάρχει καμία φανερή ένδειξη για το ποιος ήταν υπεύθυνος.

Υπήρχε ένας ζωτικός γραφειοκρατικός λόγος για να βασιστεί κανείς στους αποφοίτους της σχολής σκληροπυρηνικών καταδύσεων του κέντρου στην Panama City. Οι δύτες ανήκαν αποκλειστικά στο Πολεμικό Ναυτικό και όχι στη Διοίκηση Ειδικών Δυνάμεων της Αμερικής, οι μυστικές επιχειρήσεις της οποίας πρέπει να αναφέρονται στο Κογκρέσο και να ενημερώνεται εκ των προτέρων η ηγεσία της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων – η λεγόμενη Ομάδα των Οκτώ. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έκανε τα πάντα για να αποφύγει τις διαρροές, καθώς ο σχεδιασμός γινόταν στα τέλη του 2021 και τους πρώτους μήνες του 2022.

Ο πρόεδρος Μπάιντεν και η ομάδα του για την εξωτερική πολιτική -ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τζέικ Σάλιβαν, ο υπουργός Εξωτερικών Τόνι Μπλίνκεν και η Βικτόρια Νούλαντ, υφυπουργός Εξωτερικών για θέματα πολιτικής- είχαν εκφράσει έντονα και με συνέπεια την εχθρότητά τους προς τους δύο αγωγούς, οι οποίοι διέρχονταν δίπλα-δίπλα για 750 μίλια κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα ξεκινώντας από δύο διαφορετικά λιμάνια στη βορειοανατολική Ρωσία, κοντά στα σύνορα με την Εσθονία, περνώντας κοντά από το δανέζικο νησί Μπόρνχολμ πριν καταλήξουν στη βόρεια Γερμανία.

Η απευθείας διαδρομή, η οποία παρέκαμψε κάθε ανάγκη διέλευσης από την Ουκρανία, ήταν ευλογία για τη γερμανική οικονομία, η οποία απολάμβανε άφθονο και φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο – αρκετό για να λειτουργεί τα εργοστάσιά της και να θερμαίνει τα σπίτια της, ενώ επέτρεπε στους Γερμανούς διανομείς να πωλούν το πλεόνασμα αερίου, με κέρδος, σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Η ενέργεια που θα μπορούσε να αποδοθεί στην κυβέρνηση [των ΗΠΑ] θα παραβίαζε τις υποσχέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών για ελαχιστοποίηση της άμεσης σύγκρουσης με τη Ρωσία. Η μυστικότητα ήταν απαραίτητη.

Από τις πρώτες κιόλας ημέρες του, ο Nord Stream 1 θεωρήθηκε από την Ουάσιγκτον και τους αντιρωσικούς εταίρους της στο ΝΑΤΟ ως απειλή για τη δυτική κυριαρχία. Η εταιρεία χαρτοφυλακίου που βρίσκεται πίσω από αυτόν, η Nord Stream AG, ιδρύθηκε στην Ελβετία το 2005 σε συνεργασία με την Gazprom, μια δημόσια εισηγμένη ρωσική εταιρεία που παράγει τεράστια κέρδη για τους μετόχους της και στην οποία κυριαρχούν ολιγάρχες που είναι γνωστό ότι βρίσκονται υπό τον έλεγχο του Πούτιν. Η Gazprom ήλεγχε το 51% της εταιρείας, ενώ τέσσερις ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες -μία στη Γαλλία, μία στην Ολλανδία και δύο στη Γερμανία- μοιράζονταν το υπόλοιπο 49% των μετοχών και είχαν το δικαίωμα να ελέγχουν τις μεταγενέστερες πωλήσεις του φθηνού φυσικού αερίου σε τοπικούς διανομείς στη Γερμανία και τη Δυτική Ευρώπη. Τα κέρδη της Gazprom μοιράζονταν με τη ρωσική κυβέρνηση, και τα κρατικά έσοδα από το φυσικό αέριο και το πετρέλαιο υπολογίζονταν σε ορισμένα έτη ότι ανέρχονταν στο 45% του ετήσιου προϋπολογισμού της Ρωσίας.

Οι πολιτικοί φόβοι της Αμερικής ήταν πραγματικοί: Ο Πούτιν θα είχε τώρα μια πρόσθετη και πολύ αναγκαία σημαντική πηγή εσόδων, και η Γερμανία και η υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη θα εθίζονταν στο χαμηλού κόστους φυσικό αέριο που θα προμηθεύονταν από τη Ρωσία – μειώνοντας παράλληλα την ευρωπαϊκή εξάρτηση από την Αμερική. Στην πραγματικότητα, αυτό ακριβώς συνέβη. Πολλοί Γερμανοί είδαν τον Nord Stream 1 ως μέρος της υλοποίησης της περίφημης θεωρίας Ostpolitik του πρώην καγκελάριου Βίλι Μπραντ, η οποία θα επέτρεπε στη μεταπολεμική Γερμανία να αποκαταστήσει τον εαυτό της και άλλα ευρωπαϊκά έθνη που καταστράφηκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ άλλων πρωτοβουλιών, χρησιμοποιώντας το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο για να τροφοδοτήσει μια ευημερούσα δυτικοευρωπαϊκή αγορά και εμπορική οικονομία.

Ο Nord Stream 1 ήταν αρκετά επικίνδυνος, κατά την άποψη του ΝΑΤΟ και της Ουάσινγκτον, αλλά ο Nord Stream 2, η κατασκευή του οποίου ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2021, θα διπλασίαζε, εάν εγκρινόταν από τις γερμανικές ρυθμιστικές αρχές, την ποσότητα φθηνού φυσικού αερίου που θα ήταν διαθέσιμη στη Γερμανία και τη Δυτική Ευρώπη. Ο δεύτερος αγωγός θα παρείχε επίσης αρκετό φυσικό αέριο για περισσότερο από το 50 τοις εκατό της ετήσιας κατανάλωσης της Γερμανίας. Οι εντάσεις κλιμακώνονταν συνεχώς μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, υποστηριζόμενες από την επιθετική εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μπάιντεν.

Η αντίθεση στον Nord Stream 2 φούντωσε την παραμονή της ορκωμοσίας του Μπάιντεν τον Ιανουάριο του 2021, όταν οι Ρεπουμπλικάνοι της Γερουσίας, με επικεφαλής τον Τεντ Κρουζ από το Τέξας, έθεσαν επανειλημμένα την πολιτική απειλή του φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου κατά τη διάρκεια της ακρόασης για την επικύρωση του Μπλίνκεν ως υπουργού Εξωτερικών. Μέχρι τότε μια ενωμένη Γερουσία είχε περάσει με επιτυχία έναν νόμο που, όπως είπε ο Κρουζ στον Μπλίνκεν, “σταμάτησε [τον αγωγό] στην πορεία του”. Θα υπήρχε τεράστια πολιτική και οικονομική πίεση από τη γερμανική κυβέρνηση, με επικεφαλής τότε την Άνγκελα Μέρκελ, για να τεθεί σε λειτουργία ο δεύτερος αγωγός.

Θα μπορούσε ο Μπάιντεν να αντισταθεί στους Γερμανούς; Ο Μπλίνκεν είπε ναι, αλλά πρόσθεσε ότι δεν έχει συζητήσει τις λεπτομέρειες των απόψεων του επερχόμενου Προέδρου. “Γνωρίζω την ισχυρή πεποίθησή του ότι αυτή είναι μια κακή ιδέα, ο Nord Stream 2”, είπε. “Γνωρίζω ότι θα ήθελε να χρησιμοποιήσουμε κάθε πειστικό εργαλείο που διαθέτουμε για να πείσουμε τους φίλους και τους εταίρους μας, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, να μην προχωρήσουν σε αυτό”.

Λίγους μήνες αργότερα, καθώς η κατασκευή του δεύτερου αγωγού πλησίαζε στην ολοκλήρωσή της, ο Μπάιντεν τρεμόπαιξε το μάτι. Εκείνο τον Μάιο, σε μια εκπληκτική στροφή, η κυβέρνηση παραιτήθηκε από τις κυρώσεις κατά της Nord Stream AG, με έναν αξιωματούχο του Στέιτ Ντιπάρτμεντ να παραδέχεται ότι η προσπάθεια να σταματήσει ο αγωγός μέσω κυρώσεων και διπλωματίας “ήταν πάντα μια μακρινή προσπάθεια”. Στο παρασκήνιο, αξιωματούχοι της διοίκησης φέρονται να προέτρεψαν τον Ουκρανό πρόεδρο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος πλέον αντιμετώπιζε την απειλή της ρωσικής εισβολής, να μην επικρίνει την κίνηση αυτή.

Υπήρξαν άμεσες συνέπειες. Οι Ρεπουμπλικάνοι της Γερουσίας, με επικεφαλής τον Κρουζ, ανακοίνωσαν άμεσο αποκλεισμό όλων των υποψηφίων του Μπάιντεν για την εξωτερική πολιτική και καθυστέρησαν την ψήφιση του ετήσιου αμυντικού νομοσχεδίου για μήνες, βαθιά μέσα στο φθινόπωρο. Το Politico περιέγραψε αργότερα τη στροφή του Μπάιντεν στο θέμα του δεύτερου ρωσικού αγωγού ως “τη μοναδική απόφαση, ενδεχομένως περισσότερο από τη χαοτική στρατιωτική απόσυρση από το Αφγανιστάν, που έθεσε σε κίνδυνο το πρόγραμμα του Μπάιντεν”.

Η κυβέρνηση βρισκόταν σε περιδίνηση, παρά το γεγονός ότι στα μέσα Νοεμβρίου πήρε μια ανάσα από την κρίση, όταν οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας της Γερμανίας ανέστειλαν την έγκριση του δεύτερου αγωγού Nord Stream. Οι τιμές του φυσικού αερίου εκτινάχθηκαν κατά 8% μέσα σε λίγες ημέρες, εν μέσω αυξανόμενων φόβων στη Γερμανία και την Ευρώπη ότι η αναστολή του αγωγού και η αυξανόμενη πιθανότητα ενός πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας θα οδηγούσαν σε έναν πολύ ανεπιθύμητο κρύο χειμώνα. Στην Ουάσινγκτον δεν ήταν σαφές ποια ακριβώς ήταν η θέση του Όλαφ Σολτς, του νεοδιορισθέντος καγκελάριου της Γερμανίας. Μήνες νωρίτερα, μετά την πτώση του Αφγανιστάν, ο Σολτς είχε υποστηρίξει δημοσίως την έκκληση του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν για μια πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική σε ομιλία του στην Πράγα – υποδηλώνοντας σαφώς λιγότερη εξάρτηση από την Ουάσινγκτον και τις αλλοπρόσαλλες ενέργειές της.

Καθ’ όλη τη διάρκεια όλων αυτών, τα ρωσικά στρατεύματα είχαν σταθερά και απειλητικά συγκεντρωθεί στα σύνορα της Ουκρανίας και μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου περισσότεροι από 100.000 στρατιώτες ήταν σε θέση να χτυπήσουν από τη Λευκορωσία και την Κριμαία. Ο συναγερμός αυξανόταν στην Ουάσινγκτον, συμπεριλαμβανομένης μιας εκτίμησης του Μπλίνκεν ότι ο αριθμός αυτών των στρατευμάτων θα μπορούσε να “διπλασιαστεί σε σύντομο χρονικό διάστημα”.

Η προσοχή της κυβέρνησης επικεντρώθηκε και πάλι στον Nord Stream. Όσο η Ευρώπη παρέμενε εξαρτημένη από τους αγωγούς για φθηνό φυσικό αέριο, η Ουάσινγκτον φοβόταν ότι χώρες όπως η Γερμανία θα δίσταζαν να προμηθεύσουν την Ουκρανία με τα χρήματα και τα όπλα που χρειαζόταν για να νικήσει τη Ρωσία.

Σε αυτή την ταραγμένη στιγμή ο Μπάιντεν εξουσιοδότησε τον Τζέικ Σάλιβαν να συγκεντρώσει μια διυπηρεσιακή ομάδα για να καταλήξει σε ένα σχέδιο.

Όλες οι επιλογές έπρεπε να τεθούν στο τραπέζι. Αλλά μόνο μία θα προέκυπτε.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ

Τον Δεκέμβριο του 2021, δύο μήνες πριν τα πρώτα ρωσικά τανκς εισέλθουν στην Ουκρανία, ο Τζέικ Σάλιβαν συγκάλεσε σε συνάντηση μια νεοσύστατη ομάδα εργασίας -άνδρες και γυναίκες από το Γενικό Επιτελείο Στρατού, τη CIA και τα υπουργεία Εξωτερικών και Οικονομικών- και ζήτησε συστάσεις σχετικά με το πώς να απαντήσει στην επικείμενη εισβολή του Πούτιν.

Θα ήταν η πρώτη από μια σειρά άκρως απόρρητων συναντήσεων, σε ένα ασφαλές δωμάτιο σε έναν από τους τελευταίους ορόφους του Old Executive Office Building, δίπλα στον Λευκό Οίκο, όπου στεγαζόταν επίσης το συμβουλευτικό συμβούλιο του Προέδρου για τις ξένες μυστικές υπηρεσίες (President’s Foreign Intelligence Advisory Board–PFIAB). Υπήρξε η συνήθης ανταλλαγή απόψεων που τελικά οδήγησε σε μια κρίσιμη προκαταρκτική ερώτηση: Θα ήταν η σύσταση που θα προωθούσε η ομάδα στον Πρόεδρο αναστρέψιμη -όπως π.χ. ένα ακόμη πακέτο κυρώσεων και συναλλαγματικών περιορισμών- ή μη αναστρέψιμη -δηλαδή κινηματικές ενέργειες, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αναιρεθούν;

Αυτό που κατέστη σαφές στους συμμετέχοντες, σύμφωνα με την πηγή που έχει άμεση γνώση της διαδικασίας, είναι ότι ο Σάλιβαν σκόπευε η ομάδα να καταλήξει σε ένα σχέδιο για την καταστροφή των δύο αγωγών Nord Stream – και ότι εκτελούσε τις επιθυμίες του Προέδρου.

ΟΙ ΠΑΙΚΤΕΣ: Από αριστερά προς τα δεξιά: Η Victoria Nuland, ο Anthony Blinken, και ο Jake Sullivan.

Κατά τη διάρκεια των επόμενων συνεδριάσεων, οι συμμετέχοντες συζήτησαν τις επιλογές για μια επίθεση. Το Πολεμικό Ναυτικό πρότεινε τη χρήση ενός υποβρυχίου που μόλις είχε τεθεί σε υπηρεσία για να επιτεθεί απευθείας στον αγωγό. Η Πολεμική Αεροπορία συζήτησε τη ρίψη βομβών με πυροκροτητές που θα μπορούσαν να πυροδοτηθούν εξ αποστάσεως. Η CIA υποστήριξε ότι ό,τι κι αν γινόταν, θα έπρεπε να είναι μυστικό. Όλοι οι εμπλεκόμενοι κατανοούσαν το διακύβευμα. ” Αυτά δεν είναι παιδικά παιχνίδια”, είπε η πηγή. Αν η επίθεση μπορούσε να εντοπιστεί στις Ηνωμένες Πολιτείες, “θα επρόκειτο για πράξη πολέμου”.

Εκείνη την εποχή, η CIA διοικούνταν από τον Γουίλιαμ Μπερνς, έναν ήπιων τόνων πρώην πρέσβη στη Ρωσία, ο οποίος είχε διατελέσει αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών στην κυβέρνηση Ομπάμα. Ο Μπερνς εξουσιοδότησε γρήγορα μια ομάδα εργασίας της Υπηρεσίας, στα ad hoc μέλη της οποίας περιλαμβανόταν -κατά τύχη- κάποιος που γνώριζε τις δυνατότητες των δυτών βαθιάς θάλασσας του Πολεμικού Ναυτικού στην Panama City. Τις επόμενες εβδομάδες, τα μέλη της ομάδας εργασίας της CIA άρχισαν να καταρτίζουν ένα σχέδιο για μια μυστική επιχείρηση που θα χρησιμοποιούσε δύτες βαθέων υδάτων για να προκαλέσει έκρηξη κατά μήκος του αγωγού.

Κάτι τέτοιο είχε ξαναγίνει στο παρελθόν. Το 1971, η αμερικανική κοινότητα πληροφοριών έμαθε από πηγές που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί ότι δύο σημαντικές μονάδες του ρωσικού ναυτικού επικοινωνούσαν μέσω ενός υποθαλάσσιου καλωδίου που ήταν θαμμένο στη Θάλασσα του Οχότσκ, στις ακτές της Άπω Ανατολής της Ρωσίας. Το καλώδιο συνέδεε μια περιφερειακή διοίκηση του Πολεμικού Ναυτικού με το αρχηγείο της ηπειρωτικής χώρας στο Βλαδιβοστόκ.

Μια επιλεγμένη ομάδα από πράκτορες της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (CIA) και της Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας (NSA) συγκεντρώθηκε κάπου στην περιοχή της Ουάσιγκτον, κάτω από βαθιά κάλυψη, και επεξεργάστηκε ένα σχέδιο, χρησιμοποιώντας δύτες του Πολεμικού Ναυτικού, τροποποιημένα υποβρύχια και ένα υποβρύχιο όχημα διάσωσης βαθέων υδάτων, το οποίο πέτυχε, μετά από πολλές δοκιμές και λάθη, τον εντοπισμό του ρωσικού καλωδίου. Οι δύτες τοποθέτησαν στο καλώδιο μια εξελιγμένη συσκευή ακρόασης που υπέκλεψε με επιτυχία τη ρωσική κίνηση και την κατέγραψε σε ένα σύστημα μαγνητοφώνησης.

Η NSA έμαθε ότι ανώτεροι αξιωματικοί του ρωσικού ναυτικού, πεπεισμένοι για την ασφάλεια της επικοινωνιακής τους σύνδεσης, συνομιλούσαν με τους ομολόγους τους χωρίς κρυπτογράφηση. Η συσκευή καταγραφής και η κασέτα της έπρεπε να αντικαθίστανται κάθε μήνα και το έργο κυλούσε χαρούμενα για μια δεκαετία, ώσπου διέρρευσε [στους Ρώσους] από έναν σαραντατετράχρονο πολίτη τεχνικό της NSA ονόματι Ronald Pelton, ο οποίος μιλούσε άπταιστα ρωσικά. Ο Πέλτον προδόθηκε από έναν Ρώσο αποστάτη το 1985 και καταδικάστηκε σε φυλάκιση. Πληρώθηκε μόλις 5.000 δολάρια από τους Ρώσους για τις αποκαλύψεις του σχετικά με την επιχείρηση, μαζί με 35.000 δολάρια για άλλα ρωσικά επιχειρησιακά δεδομένα που παρέδωσε και τα οποία δεν δόθηκαν ποτέ στη δημοσιότητα.

Αυτή η υποβρύχια επιτυχία, με την κωδική ονομασία Ivy Bells, ήταν καινοτόμα και ριψοκίνδυνη και παρήγαγε ανεκτίμητες πληροφορίες σχετικά με τις προθέσεις και τον σχεδιασμό του ρωσικού ναυτικού.

Παρόλα αυτά, η διυπηρεσιακή ομάδα αντιμετώπισε αρχικά με σκεπτικισμό τον ενθουσιασμό της CIA για μια μυστική επίθεση σε βαθιά θάλασσα. Υπήρχαν πάρα πολλά αναπάντητα ερωτήματα. Τα ύδατα της Βαλτικής Θάλασσας περιπολούνταν σε μεγάλο βαθμό από το ρωσικό ναυτικό και δεν υπήρχαν εξέδρες άντλησης πετρελαίου που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως κάλυψη για μια καταδυτική επιχείρηση. Θα έπρεπε οι δύτες να πάνε στην Εσθονία, ακριβώς απέναντι από τις αποβάθρες φόρτωσης φυσικού αερίου της Ρωσίας, για να εκπαιδευτούν για την αποστολή; “Θα ήταν ένα φιάσκο” [στο πρωτότυπο: το γαμήσι μιας κατσίκας, ιδιωματική έκφραση που περιγράφει μια χαοτική κατάσταση όπου τα πάντα πάνε στραβά], ειπώθηκε στην Υπηρεσία [την CIA].

Κατά τη διάρκεια “όλης αυτής της ραδιουργίας”, είπε η πηγή, “κάποιοι εργαζόμενοι στη CIA και στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ έλεγαν: “Μην το κάνετε αυτό. Είναι ηλίθιο και θα είναι ένας πολιτικός εφιάλτης αν αποκαλυφθεί”.

Παρ’ όλα αυτά, στις αρχές του 2022, η ομάδα εργασίας της CIA υπέβαλε έκθεση στη διυπηρεσιακή ομάδα του Sullivan: “Έχουμε έναν τρόπο να ανατινάξουμε τους αγωγούς”.

Αυτό που ακολούθησε ήταν εκπληκτικό. Στις 7 Φεβρουαρίου, λιγότερο από τρεις εβδομάδες πριν από τη φαινομενικά αναπόφευκτη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ο Μπάιντεν συναντήθηκε στο γραφείο του στον Λευκό Οίκο με τον Γερμανό καγκελάριο Όλαφ Σολτς, ο οποίος, μετά από κάποιες ταλαντεύσεις, ήταν πλέον σταθερά στην αμερικανική ομάδα. Στην ενημέρωση Τύπου που ακολούθησε, ο Μπάιντεν δήλωσε προκλητικά: “Αν η Ρωσία εισβάλει … δεν θα υπάρξει πλέον Nord Stream 2. Θα βάλουμε ένα τέλος σε αυτό”.

Είκοσι ημέρες νωρίτερα, η υφυπουργός Νούλαντ είχε μεταφέρει ουσιαστικά το ίδιο μήνυμα σε ενημέρωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, με μικρή κάλυψη από τον Τύπο. “Θέλω να είμαι πολύ σαφής μαζί σας σήμερα”, είπε απαντώντας σε ερώτηση. “Εάν η Ρωσία εισβάλει στην Ουκρανία, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ο Nord Stream 2 δεν θα προχωρήσει“.

Αρκετοί από εκείνους που συμμετείχαν στον σχεδιασμό της επιχείρησης του αγωγού είχαν θορυβηθεί από αυτό που θεωρούσαν ως έμμεσες αναφορές στην επίθεση [ΣΗΜ. εννοεί την μη τήρηση άκρας μυστικότητας και τους υπαινιγμούς που κυκλοφορούσαν].

“Ήταν σαν να τοποθετούσαμε μια ατομική βόμβα στο έδαφος στο Τόκιο και να λέγαμε στους Ιάπωνες ότι πρόκειται να την πυροδοτήσουμε”, δήλωσε η πηγή. “Το σχέδιο προέβλεπε ότι οι επιλογές θα εκτελούνταν μετά την εισβολή και δεν θα διαφημίζονταν δημοσίως. Ο Μπάιντεν απλά δεν το κατάλαβε ή το αγνόησε”.

Η αδιακρισία του Μπάιντεν και της Νούλαντ, αν επρόκειτο περί αυτού, μπορεί να απογοήτευσε κάποιους από τους σχεδιαστές. Αλλά δημιούργησε επίσης μια ευκαιρία. Σύμφωνα με την πηγή, ορισμένοι από τους ανώτερους αξιωματούχους της CIA αποφάσισαν ότι η ανατίναξη του αγωγού “δεν μπορούσε πλέον να θεωρηθεί μυστική επιλογή, επειδή ο Πρόεδρος μόλις ανακοίνωσε ότι ξέραμε πώς να το κάνουμε”.

Το σχέδιο για την ανατίναξη των Nord Stream 1 και 2 υποβαθμίστηκε ξαφνικά από μια μυστική επιχείρηση που θα προϋπέθετε την ενημέρωση του Κογκρέσου σε μια επιχείρηση που χαρακτηριζόταν ως άκρως απόρρητη επιχείρηση πληροφοριών με στρατιωτική υποστήριξη από τις ΗΠΑ. Σύμφωνα με το νόμο, εξήγησε η πηγή, “δεν υπήρχε πλέον νομική απαίτηση να αναφερθεί η επιχείρηση στο Κογκρέσο. Το μόνο που έπρεπε πλέον να κάνουν ήταν απλώς να την κάνουν – αλλά εξακολουθούσε να είναι απόρρητη. Οι Ρώσοι έχουν υπεροχή στην επιτήρηση της Βαλτικής Θάλασσας”.

Τα μέλη της ομάδας εργασίας της Υπηρεσίας δεν είχαν άμεση επαφή με τον Λευκό Οίκο και ανυπομονούσαν να μάθουν αν ο πρόεδρος εννοούσε αυτό που είχε πει -δηλαδή αν η αποστολή είχε πλέον δρομολογηθεί. Η πηγή θυμήθηκε: “Ο Μπιλ Μπερνς επιστρέφει και λέει: “Κάντε το”.

“Το Νορβηγικό ναυτικό βρήκε γρήγορα τη σωστή θέση, στα ρηχά ύδατα λίγα μίλια από το Δανικό νησί Bornholm . . .”

Η ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

Η Νορβηγία ήταν το τέλειο μέρος για τη βάση της αποστολής.

Τα τελευταία χρόνια της κρίσης Ανατολής-Δύσης, ο αμερικανικός στρατός έχει επεκτείνει σημαντικά την παρουσία του στο εσωτερικό της Νορβηγίας, τα δυτικά σύνορα της οποίας διατρέχουν 1.400 μίλια κατά μήκος του βόρειου Ατλαντικού Ωκεανού και ενώνονται πάνω από τον Αρκτικό Κύκλο με τη Ρωσία. Το Πεντάγωνο δημιούργησε υψηλόμισθες θέσεις εργασίας και συμβόλαια, εν μέσω κάποιων τοπικών αντιπαραθέσεων, επενδύοντας εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια για την αναβάθμιση και την επέκταση των εγκαταστάσεων του αμερικανικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας στη Νορβηγία. Το σημαντικότερο ήταν ότι ανάμεσα στα νέα έργα περιλαμβανόταν ένα προηγμένο ραντάρ συνθετικού διαφράγματος πολύ ψηλά στον βορρά, το οποίο ήταν ικανό να διεισδύσει βαθιά στη Ρωσία και τέθηκε σε λειτουργία ακριβώς τη στιγμή που η Αμερικανική κοινότητα πληροφοριών έχασε την πρόσβαση σε μια σειρά από τοποθεσίες ακρόασης μεγάλου βεληνεκούς μέσα στην Κίνα.

Μια πρόσφατα ανακαινισμένη αμερικανική βάση υποβρυχίων, η οποία βρισκόταν υπό κατασκευή εδώ και χρόνια, είχε τεθεί σε λειτουργία και περισσότερα αμερικανικά υποβρύχια ήταν πλέον σε θέση να συνεργάζονται στενά με τους Νορβηγούς συναδέλφους τους για να παρακολουθούν και να κατασκοπεύουν ένα σημαντικό ρωσικό πυρηνικό οχυρό 250 μίλια ανατολικότερα, στη χερσόνησο Κόλα. Η Αμερική έχει επίσης επεκτείνει σε τεράστιο βαθμό μια νορβηγική αεροπορική βάση στο βορρά και παρέδωσε στη νορβηγική πολεμική αεροπορία έναν στόλο αεροσκαφών περιπολίας P8 Poseidon, κατασκευασμένων από την Boeing, για να ενισχύσει την κατασκοπεία μεγάλων αποστάσεων για όλα τα πράγματα που αφορούν τη Ρωσία.

Σε αντάλλαγμα, η νορβηγική κυβέρνηση εξόργισε τους φιλελεύθερους και ορισμένους μετριοπαθείς στο κοινοβούλιο της τον περασμένο Νοέμβριο, ψηφίζοντας τη Συμπληρωματική Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας (SDCA). Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία, το αμερικανικό νομικό σύστημα θα έχει την αρμοδιότητα σε ορισμένες “συμφωνημένες περιοχές” του Βορρά για τους Αμερικανούς στρατιώτες που κατηγορούνται για εγκλήματα εκτός των βάσεων, καθώς και για εκείνους τους Νορβηγούς πολίτες που κατηγορούνται ή είναι ύποπτοι ότι παρεμβαίνουν στις εργασίες των βάσεων.

Η Νορβηγία ήταν ένας από τους αρχικούς υπογράφοντες τη Συνθήκη του ΝΑΤΟ το 1949, στις αρχές του Ψυχρού Πολέμου. Σήμερα, ανώτατος διοικητής του ΝΑΤΟ είναι ο Γενς Στόλτενμπεργκ, ένας αφοσιωμένος αντικομμουνιστής, ο οποίος διετέλεσε πρωθυπουργός της Νορβηγίας για οκτώ χρόνια πριν μετακινηθεί στο υψηλό αξίωμα του ΝΑΤΟ, με αμερικανική υποστήριξη, το 2014. Ήταν ένας σκληροπυρηνικός για όλα τα πράγματα που αφορούν τον Πούτιν και τη Ρωσία, ο οποίος συνεργαζόταν με την Αμερικανική κοινότητα πληροφοριών από την εποχή του πολέμου του Βιετνάμ. Έκτοτε τον εμπιστεύονται απόλυτα. “Είναι το γάντι που ταιριάζει στο αμερικανικό χέρι”, δήλωσε η πηγή.

Πίσω στην Ουάσιγκτον, οι σχεδιαστές ήξεραν ότι έπρεπε να πάνε στη Νορβηγία. “Μισούσαν τους Ρώσους, και το νορβηγικό ναυτικό ήταν γεμάτο από εξαιρετικούς ναύτες και δύτες που είχαν εμπειρία γενεών στην εξαιρετικά κερδοφόρα εξερεύνηση πετρελαίου και φυσικού αερίου σε μεγάλα βάθη της θάλασσας”, είπε η πηγή. Θα μπορούσαν επίσης να τους εμπιστευτούν ότι θα κρατούσαν μυστική την αποστολή. (Οι Νορβηγοί μπορεί να είχαν και άλλα συμφέροντα. Η καταστροφή του Nord Stream -αν οι Αμερικανοί μπορούσαν να το καταφέρουν- θα επέτρεπε στη Νορβηγία να πουλήσει πολύ περισσότερο από το δικό της φυσικό αέριο στην Ευρώπη).

Κάποια στιγμή τον Μάρτιο, μερικά μέλη της ομάδας πέταξαν στη Νορβηγία για να συναντηθούν με τις νορβηγικές μυστικές υπηρεσίες και το Πολεμικό Ναυτικό. Ένα από τα βασικά ερωτήματα ήταν πού ακριβώς στη Βαλτική Θάλασσα ήταν το καλύτερο μέρος για να τοποθετηθούν τα εκρηκτικά. Οι Nord Stream 1 και 2, ο καθένας με δύο σειρές αγωγών, διαχωρίζονταν σε μεγάλο μέρος της διαδρομής τους από λίγο περισσότερο από ένα μίλι, καθώς έκαναν την πορεία τους προς το λιμάνι του Greifswald στο βορειοανατολικότερο τμήμα της Γερμανίας.

Το νορβηγικό πολεμικό ναυτικό βρήκε γρήγορα το κατάλληλο σημείο, στα ρηχά νερά της Βαλτικής Θάλασσας, λίγα μίλια έξω από το νησί Bornholm της Δανίας. Οι αγωγοί διέρχονταν σε απόσταση μεγαλύτερη από ένα μίλι μεταξύ τους κατά μήκος ενός πυθμένα που είχε βάθος μόλις 260 πόδια. Αυτό θα βρισκόταν εντός της εμβέλειας των δυτών, οι οποίοι, επιχειρώντας από ένα νορβηγικό ναρκαλιευτικό σκάφος κλάσης Alta, θα καταδύονταν με ένα μείγμα οξυγόνου, αζώτου και ηλίου να ρέει από τις φιάλες τους και θα τοποθετούσαν διαμορφωμένες βόμβες C4 στους τέσσερις αγωγούς με τσιμεντένια προστατευτικά καλύμματα. Θα ήταν μια κουραστική, χρονοβόρα και επικίνδυνη εργασία, αλλά τα νερά ανοιχτά του Bornholm είχαν ένα ακόμη πλεονέκτημα: δεν υπήρχαν μεγάλα παλιρροϊκά ρεύματα, τα οποία θα έκαναν το έργο της κατάδυσης πολύ πιο δύσκολο.

Μετά από λίγη έρευνα, οι Αμερικανοί συμφώνησαν στα πάντα.

Σε αυτό το σημείο, η αφανής ομάδα βαθιάς κατάδυσης του Πολεμικού Ναυτικού στην Panama City μπήκε και πάλι στο παιχνίδι. Τα σχολεία βαθιάς θάλασσας στο Panama City, οι μαθητές των οποίων είχαν συμμετάσχει στην επιχείρηση Ivy Bells, θεωρούνταν ένα ανεπιθύμητο τέλμα από τους επίλεκτους αποφοίτους της Ναυτικής Ακαδημίας στην Annapolis, οι οποίοι τυπικά επιζητούν τη δόξα της τοποθέτησης ως Seal [εννοεί τους διάσημους Navy Seals, τα Αμερικανικά ΟΥΚ], ως πιλότος μαχητικού ή μέλος των υποβρυχίων. Αν κάποιος πρέπει να γίνει “μαύρο παπούτσι” -δηλαδή μέλος της λιγότερο επιθυμητής διοίκησης πλοίων επιφανείας- υπάρχει πάντα η εκδοχή της υπηρεσίας τουλάχιστον σε αντιτορπιλικό, καταδρομικό ή αμφίβιο πλοίο. Το λιγότερο γοητευτικό από όλα είναι ο ναρκοπόλεμος. Οι δύτες του δεν εμφανίζονται ποτέ σε ταινίες του Χόλιγουντ ή στα εξώφυλλα δημοφιλών περιοδικών.

“Οι καλύτεροι δύτες με προσόντα βαθιάς κατάδυσης είναι μια στενή κοινότητα, και μόνο οι καλύτεροι στρατολογούνται για την επιχείρηση και τους λένε να είναι έτοιμοι να κληθούν στη CIA στην Ουάσιγκτον”, είπε η πηγή.

Οι Νορβηγοί και οι Αμερικανοί είχαν εξασφαλίσει την τοποθεσία και τους πράκτορες, αλλά υπήρχε και μια άλλη ανησυχία: οποιαδήποτε ασυνήθιστη υποβρύχια δραστηριότητα στα ύδατα ανοικτά του Bornholm θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του σουηδικού ή του δανέζικου ναυτικού, το οποίο θα μπορούσε να την αναφέρει.

Η Δανία ήταν επίσης μία από τις αρχικές χώρες που είχαν υπογράψει τη συμφωνία του ΝΑΤΟ και ήταν γνωστή στην κοινότητα των μυστικών υπηρεσιών για τους ιδιαίτερους δεσμούς της με το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Σουηδία είχε υποβάλει αίτηση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και είχε αποδείξει τη μεγάλη ικανότητά της στη διαχείριση των υποβρύχιων ηχητικών και μαγνητικών συστημάτων αισθητήρων της, τα οποία εντόπιζαν με επιτυχία τα ρωσικά υποβρύχια που κατά καιρούς εμφανίζονταν σε απομακρυσμένα ύδατα του σουηδικού αρχιπελάγους και αναγκάζονταν να βγουν στην επιφάνεια.

Οι Νορβηγοί συμφώνησαν με τους Αμερικανούς επιμένοντας ότι κάποιοι ανώτεροι αξιωματούχοι στη Δανία και τη Σουηδία έπρεπε να ενημερωθούν σε γενικές γραμμές για πιθανή καταδυτική δραστηριότητα στην περιοχή. Με αυτόν τον τρόπο, κάποιος ανώτερος θα μπορούσε να παρέμβει και να κρατήσει μια αναφορά μακριά από την αλυσίδα διοίκησης, απομονώνοντας έτσι την επιχείρηση του αγωγού. “Αυτό που τους είπαν και αυτό που γνώριζαν ήταν σκόπιμα διαφορετικό”, μου είπε η πηγή. (Η νορβηγική πρεσβεία, στην οποία ζητήθηκε να σχολιάσει αυτή την ιστορία, δεν απάντησε).

Οι Νορβηγοί ήταν το κλειδί για την επίλυση και άλλων εμποδίων. Το ρωσικό ναυτικό ήταν γνωστό ότι διέθετε τεχνολογία επιτήρησης ικανή να εντοπίζει και να πυροδοτεί υποβρύχιες νάρκες. Οι αμερικανικοί εκρηκτικοί μηχανισμοί έπρεπε να καμουφλαριστούν με τρόπο που θα τους έκανε να φαίνονται στο ρωσικό σύστημα ως μέρος του φυσικού φόντου – κάτι που απαιτούσε προσαρμογή στη συγκεκριμένη περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι. Οι Νορβηγοί είχαν μια λύση.

Οι Νορβηγοί είχαν επίσης μια λύση στο κρίσιμο ζήτημα του πότε θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί η επιχείρηση. Κάθε Ιούνιο, τα τελευταία 21 χρόνια, ο αμερικανικός Έκτος Στόλος, η ναυαρχίδα του οποίου εδρεύει στη Gaeta της Ιταλίας, νότια της Ρώμης, χρηματοδοτεί μια μεγάλη άσκηση του ΝΑΤΟ στη Βαλτική Θάλασσα, στην οποία συμμετέχουν δεκάδες συμμαχικά πλοία από όλη την περιοχή. Η τότε τρέχουσα άσκηση, που θα διεξαγόταν τον Ιούνιο, θα ήταν γνωστή ως Baltic Operations 22 ή BALTOPS 22. Οι Νορβηγοί πρότειναν ότι αυτή θα ήταν η ιδανική κάλυψη για να τοποθετηθούν οι νάρκες.

Οι Αμερικανοί προσέφεραν ένα ζωτικό στοιχείο: έπεισαν τους σχεδιαστές του Έκτου Στόλου να προσθέσουν στο πρόγραμμα μια άσκηση έρευνας και ανάπτυξης. Η άσκηση, όπως δημοσιοποιήθηκε από το Ναυτικό, αφορούσε τον Έκτο Στόλο σε συνεργασία με τα “κέντρα έρευνας και πολέμου” του Ναυτικού. Η εκδήλωση στη θάλασσα θα διεξαγόταν στα ανοικτά των ακτών της νήσου Bornholm και θα περιελάμβανε ομάδες δυτών του ΝΑΤΟ που θα τοποθετούσαν νάρκες, με τις ανταγωνιζόμενες ομάδες να χρησιμοποιούν την τελευταία υποβρύχια τεχνολογία για να τις εντοπίσουν και να τις καταστρέψουν.

Ήταν τόσο μια χρήσιμη άσκηση όσο και μια έξυπνη κάλυψη. Τα παιδιά από την Panama City θα έκαναν τη δουλειά τους και τα εκρηκτικά C4 θα ήταν τοποθετημένα μέχρι το τέλος του BALTOPS22, με ενσωματωμένο χρονοδιακόπτη 48 ωρών. Όλοι οι Αμερικανοί και οι Νορβηγοί θα είχαν φύγει πολύ νωρίτερα από την πρώτη έκρηξη.

Οι μέρες μετρούσαν αντίστροφα. “Το ρολόι χτυπούσε και πλησιάζαμε στην ολοκλήρωση της αποστολής”, είπε η πηγή.

Και μετά..: Η Ουάσινγκτον το ξανασκέφτηκε. Οι βόμβες θα εξακολουθούσαν να τοποθετούνται κατά τη διάρκεια της BALTOPS, αλλά ο Λευκός Οίκος ανησυχούσε ότι ένα παράθυρο δύο ημερών για την έκρηξή τους θα ήταν πολύ κοντά στο τέλος της άσκησης και θα ήταν προφανές ότι η Αμερική είχε εμπλακεί.

Τώρα, ο Λευκός Οίκος είχε ένα νέο αίτημα: “Μπορούν τα παιδιά στο πεδίο να βρουν κάποιον τρόπο να ανατινάξουν τους αγωγούς αργότερα με εντολή;”

Ορισμένα μέλη της ομάδας σχεδιασμού εξοργίστηκαν και απογοητεύτηκαν από τη φαινομενική αναποφασιστικότητα του Προέδρου. Οι δύτες της Panama City είχαν επανειλημμένα εξασκηθεί στο να τοποθετούν το C4 στους αγωγούς, όπως θα έκαναν κατά τη διάρκεια του BALTOPS, αλλά τώρα η ομάδα στη Νορβηγία έπρεπε να βρει έναν τρόπο να δώσει στον Biden αυτό που ήθελε – τη δυνατότητα να εκδώσει μια επιτυχημένη εντολή εκτέλεσης σε χρόνο της επιλογής του.

Η εντολή για μια αυθαίρετη αλλαγή της τελευταίας στιγμής ήταν κάτι που η CIA είχε συνηθίσει να διαχειρίζεται. Αλλά αναζωπύρωσε επίσης τις ανησυχίες που μοιράζονταν ορισμένοι σχετικά με την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα της όλης επιχείρησης.

Οι μυστικές εντολές του Προέδρου θύμισαν επίσης το δίλημμα της CIA τις ημέρες του πολέμου του Βιετνάμ, όταν ο Πρόεδρος Τζόνσον, αντιμέτωπος με το αυξανόμενο αντιπολεμικό συναίσθημα, είχε διατάξει την Υπηρεσία να παραβιάσει το καταστατικό της -το οποίο της απαγόρευε ρητά να λειτουργεί στο εσωτερικό της Αμερικής- κατασκοπεύοντας αντιπολεμικούς ηγέτες για να διαπιστώσει αν ελέγχονταν από την Κομμουνιστική Ρωσία.

Η Υπηρεσία τελικά συναίνεσε και κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 έγινε σαφές πόσο μακριά ήταν διατεθειμένη να φτάσει. Ακολούθησαν αποκαλύψεις εφημερίδων στον απόηχο των σκανδάλων Watergate σχετικά με την κατασκοπεία της Υπηρεσίας σε βάρος Αμερικανών πολιτών, τη συμμετοχή της στη δολοφονία ξένων ηγετών και την υπονόμευση της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του Σαλβαδόρ Αλιέντε.

Οι αποκαλύψεις αυτές οδήγησαν σε μια δραματική σειρά ακροάσεων στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στη Γερουσία, με επικεφαλής τον Frank Church από το Idaho, που κατέστησαν σαφές ότι ο Richard Helms, ο τότε διευθυντής της Υπηρεσίας, αποδεχόταν ότι είχε την υποχρέωση να κάνει ό,τι ήθελε ο Πρόεδρος, ακόμη και αν αυτό σήμαινε παραβίαση του νόμου.

Σε αδημοσίευτη, κεκλεισμένων των θυρών κατάθεση, ο Χελμς εξήγησε με λύπη ότι “έχεις περίπου μια κατάσταση Άμωμης Σύλληψης όταν κάνεις κάτι” κάτω από μυστικές εντολές ενός Προέδρου. “Είτε είναι σωστό να συμβεί είτε είναι λάθος, [η CIA] λειτουργεί με διαφορετικούς κανόνες και προϋποθέσεις από οποιοδήποτε άλλο τμήμα της κυβέρνησης”. Ουσιαστικά έλεγε στους γερουσιαστές ότι ο ίδιος, ως επικεφαλής της CIA, καταλάβαινε ότι εργαζόταν για το Στέμμα και όχι για το Σύνταγμα.

Οι Αμερικανοί που εργάζονταν στη Νορβηγία λειτουργούσαν υπό την ίδια δυναμική και άρχισαν να εργάζονται υπάκουα πάνω στο νέο πρόβλημα – πώς να πυροδοτήσουν εξ αποστάσεως τα εκρηκτικά C4 κατόπιν εντολής του Μπάιντεν. Ήταν μια πολύ πιο απαιτητική αποστολή από ό,τι αντιλαμβάνονταν όσοι βρίσκονταν στην Ουάσιγκτον. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος για την ομάδα στη Νορβηγία να γνωρίζει πότε ο Πρόεδρος θα μπορούσε να πατήσει το κουμπί. Θα γινόταν σε λίγες εβδομάδες, σε πολλούς μήνες ή σε μισό χρόνο ή και περισσότερο;

Το C4 που ήταν τοποθετημένο στους αγωγούς θα πυροδοτούνταν από έναν σημαντήρα σόναρ που θα έριχνε ένα αεροπλάνο αμέσως μετά την εντολή, αλλά η διαδικασία απαιτούσε την πιο προηγμένη τεχνολογία επεξεργασίας σήματος. Μετά την τοποθέτησή τους, οι συσκευές καθυστερημένου χρονισμού που θα ήταν προσαρτημένες σε οποιονδήποτε από τους τέσσερις αγωγούς θα μπορούσαν να ενεργοποιηθούν τυχαία από το σύνθετο μείγμα των θορύβων του ωκεάνιου υποβάθρου σε όλη την πολυσύχναστη Βαλτική Θάλασσα – από κοντινά και μακρινά πλοία, υποβρύχιες γεωτρήσεις, σεισμικά γεγονότα, κύματα, ακόμη και από θαλάσσια πλάσματα. Για να αποφευχθεί αυτό, η σημαδούρα σόναρ, μόλις θα βρισκόταν στη θέση της, θα εξέπεμπε μια ακολουθία μοναδικών τονικών ήχων χαμηλής συχνότητας – όπως αυτοί που εκπέμπονται από ένα φλάουτο ή ένα πιάνο – οι οποίοι θα αναγνωρίζονταν από τη συσκευή χρονομέτρησης και, μετά από ένα προκαθορισμένο χρονικό διάστημα καθυστέρησης, θα ενεργοποιούσαν τα εκρηκτικά. (“Απαιτείται ένα σήμα που να είναι αρκετά ισχυρό ώστε κανένα άλλο σήμα να μην μπορεί να στείλει κατά λάθος έναν παλμό που θα πυροδοτήσει τα εκρηκτικά”, μου είπε ο Δρ. Theodore Postol, ομότιμος καθηγητής επιστήμης, τεχνολογίας και πολιτικής εθνικής ασφάλειας στο ΜΙΤ. Ο Postol, ο οποίος έχει διατελέσει επιστημονικός σύμβουλος του Αρχηγού Ναυτικών Επιχειρήσεων του Πενταγώνου, είπε ότι το ζήτημα που αντιμετώπιζε η ομάδα στη Νορβηγία λόγω της καθυστέρησης του Biden ήταν ένα θέμα τύχης: “Όσο περισσότερο χρόνο παραμένουν τα εκρηκτικά στο νερό, τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος να υπάρξει ένα τυχαίο σήμα που θα πυροδοτήσει τις βόμβες”).

Στις 26 Σεπτεμβρίου 2022, ένα αεροπλάνο επιτήρησης P8 του νορβηγικού Ναυτικού πραγματοποίησε μια φαινομενικά συνηθισμένη πτήση και έριξε μια σημαδούρα σόναρ. Το σήμα εξαπλώθηκε υποβρυχίως, αρχικά στο Nord Stream 2 και στη συνέχεια στο Nord Stream 1. Λίγες ώρες αργότερα, τα υψηλής ισχύος εκρηκτικά C4 ενεργοποιήθηκαν και τρεις από τους τέσσερις αγωγούς τέθηκαν εκτός λειτουργίας. Μέσα σε λίγα λεπτά, οι λίμνες αερίου μεθανίου που παρέμεναν στους κλειστούς αγωγούς φαίνονταν να εξαπλώνονται στην επιφάνεια του νερού και ο κόσμος έμαθε ότι είχε συμβεί κάτι μη αναστρέψιμο.

ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΑ

Αμέσως μετά τη βομβιστική επίθεση στον αγωγό, τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αντιμετώπισαν την υπόθεση σαν ένα άλυτο μυστήριο. Η Ρωσία αναφέρθηκε επανειλημμένα ως πιθανός ένοχος, γεγονός που υποκινήθηκε από σχεδιασμένες διαρροές από τον Λευκό Οίκο – χωρίς όμως ποτέ να καθοριστεί ένα σαφές κίνητρο για μια τέτοια πράξη αυτοσαμποτάζ, πέρα από την απλή εκδίκηση. Λίγους μήνες αργότερα, όταν αποκαλύφθηκε ότι οι ρωσικές αρχές είχαν λάβει αθόρυβα εκτιμήσεις για το κόστος επισκευής των αγωγών, οι New York Times περιέγραψαν την είδηση ως ” περιπλέκουσα τις θεωρίες σχετικά με το ποιος βρισκόταν πίσω από την επίθεση”. Καμία μεγάλη αμερικανική εφημερίδα δεν ερεύνησε τις προηγούμενες απειλές κατά των αγωγών που είχαν διατυπωθεί από τον Μπάιντεν και την υφυπουργό Εξωτερικών Νούλαντ.

Αν και δεν ήταν ποτέ σαφές γιατί η Ρωσία θα προσπαθούσε να καταστρέψει τον δικό της επικερδή αγωγό, μια πιο αποκαλυπτική αιτιολογία για την ενέργεια του Προέδρου ήρθε από τον υπουργό Εξωτερικών Μπλίνκεν.

Όταν ρωτήθηκε σε συνέντευξη Τύπου τον περασμένο Σεπτέμβριο σχετικά με τις συνέπειες της επιδεινούμενης ενεργειακής κρίσης στη Δυτική Ευρώπη, ο Μπλίνκεν περιέγραψε τη στιγμή ως δυνητικά καλή:

“Είναι μια τεράστια ευκαιρία να αφαιρέσουμε μια για πάντα την εξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια και έτσι να αφαιρέσουμε από τον Βλαντιμίρ Πούτιν την οπλοποίηση της ενέργειας ως μέσο προώθησης των αυτοκρατορικών του σχεδίων. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και προσφέρει τεράστια στρατηγική ευκαιρία για τα επόμενα χρόνια, αλλά εν τω μεταξύ είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να διασφαλίσουμε ότι οι συνέπειες όλων αυτών δεν θα επιβαρύνουν τους πολίτες των χωρών μας ή, εν προκειμένω, όλου του κόσμου”.

Πιο πρόσφατα, η Βικτόρια Νούλαντ εξέφρασε την ικανοποίησή της για την κατάρρευση του νεότερου από τους αγωγούς. Καταθέτοντας σε ακρόαση της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας στα τέλη Ιανουαρίου, είπε στον γερουσιαστή Τεντ Κρουζ: “Όπως και εσείς, είμαι, και νομίζω ότι και η κυβέρνηση είναι, πολύ ικανοποιημένη που ξέρω ότι ο Nord Stream 2 είναι τώρα, όπως σας αρέσει να λέτε, ένα μάτσο παλιοσίδερα στο βυθό της θάλασσας”.

Η πηγή είχε μια άποψη περισσότερο της πιάτσας για την απόφαση του Μπάιντεν να σαμποτάρει περισσότερα από 1500 μίλια του αγωγού της Gazprom καθώς πλησίαζε ο χειμώνας. “Λοιπόν”, είπε μιλώντας για τον Πρόεδρο, “πρέπει να παραδεχτώ ότι ο τύπος έχει αρχίδια.  Είπε ότι θα το κάνει και το έκανε”.

Όταν ρωτήθηκε γιατί πιστεύει ότι οι Ρώσοι απέτυχαν να αντιδράσουν, είπε κυνικά: “Ίσως θέλουν τη δυνατότητα να κάνουν τα ίδια πράγματα που έκαναν οι ΗΠΑ.

“Ήταν μια όμορφη ιστορία συγκάλυψης”, συνέχισε. “Πίσω από αυτήν υπήρχε μια μυστική επιχείρηση που τοποθετούσε ειδικούς στο πεδίο και εξοπλισμό που λειτουργούσε με μυστικό σήμα.

“Το μόνο ελάττωμα ήταν η απόφαση να το κάνουμε”.

Πηγή: seymourhersh.substack.com

Μετάφραση: Κωστής Μηλολιδάκης

Ο Seymour Hersh είναι ο Αμερικανός δημοσιογράφος που κέρδισε το βραβείο Πούλιτζερ αποκαλύπτοντας την σφαγή στο My Lai του Βιετνάμ (όπου εκατοντάδες βρέφη, νήπια, παιδιά, γυναίκες και ηλικιωμένοι σφαγιάστηκαν αφού προηγουμένως βιάστηκαν και ακρωτηριάστηκαν–για την ιστορία μόνο ο λοχαγός Κάλλεϋ τιμωρήθηκε για εκείνη την σφαγή με ισόβια που μετατράπηκαν σε 3,5 έτη σε “κατ’ οίκον περιορισμό”).

Ο ίδιος δημοσιογράφος ήταν αυτός που αποκάλυψε τα αίσχη στη φυλακή Abu Ghraib του Ιράκ, κερδίζοντας το πέμπτο του βραβείο George Polk γι’ αυτή την αποκάλυψη. Ο Hersh έχει δημοσιεύσει πάμπολλα ρεπορτάζ στις ναυαρχίδες του Αμερικανικού συστημικού τύπου (New York Times, Washington Post), αλλά πλέον δημοσιεύει εκτός των καθεστωτικών ΜΜΕ.

Ο ίδιος γράφει: “Έχω περάσει αρκετό χρόνο στα μεγάλα ΜΜΕ, αλλά ποτέ δεν ένιωσα σαν στο σπίτι μου εκεί. Πλέον, δεν θα ήμουν ευπρόσδεκτος σε αυτά ούτως ή άλλως. Τα χρήματα, όπως πάντα, ήταν μέρος του προβλήματος. Η Washington Post και η παλιά μου εφημερίδα, η New York Times (για να αναφέρω μόνο μερικά), έχουν βρεθεί σε έναν κύκλο συρρίκνωσης της διανομής στο σπίτι, των πωλήσεων στο περίπτερο και των διαφημίσεων. Το CNN και οι απόγονοί του, όπως το MSNBC και το Fox News, μάχονται για εντυπωσιακούς τίτλους αντί για ερευνητική δημοσιογραφία. Υπάρχουν ακόμη πολλοί λαμπροί δημοσιογράφοι στη δουλειά, αλλά ένα μεγάλο μέρος των ρεπορτάζ πρέπει να γίνεται κάτω από κατευθυντήριες γραμμές και περιορισμούς που δεν υπήρχαν τα χρόνια που έγραφα καθημερινά για τους Times.”

Πλέον δημοσιεύει ως ανεξάρτητος δημοσιογράφος στο substack (https://seymourhersh.substack.com/), ακολουθώντας ένα δρόμο που έχουν πάρει πολλοί καλοί αδέσμευτοι–όπως θα έπρεπε να είναι όλοι–δημοσιογράφοι.