Συνεχείς πτώσεις… από τα σύννεφα
του Στρατή Γεωργούλα*
Η κοινωνία, η οικονομία, η πολιτική, το δίκαιο, η εργασία, η οικογένεια, η νεότητα δείχνουν να είναι ένα τεράστιο καζάνι έτοιμο να εκραγεί και οι περισσότεροι διακρίνουν μόνο αποσπασματικές και κατακερματισμένες μικρο-εκρήξεις, μέσα από τα περιοριστικά και διαστρεβλωτικά γυαλιά των κυριάρχων αναπαραστάσεων. Η πολιτική ηγεσία της «προστασίας του πολίτη» μας αναφέρει χαρούμενη τη μείωση της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας ενώ την ίδια στιγμή πράξεις ή και παραλείψεις οι οποίες -σύμφωνα με μελέτες-συνεπάγονται πολύ περισσότερες απώλειες ανθρωπίνων ζωών, σωματικές ή άλλες βλάβες, απώλειες σε ιδιοκτησίες, χρήματα, περιουσίες από αντίστοιχα καταγεγραμμένους φόνους, απόπειρες, κλοπές-ληστείες κ.ο.κ, δεν είναι επιθυμητή η αναφορά τους και συνεπακόλουθα η αντιμετώπιση τους. Γιατί εγκλήματα είναι πράξεις ή παραλείψεις που πλήττουν το δικαίωμα για όλους στην υγεία, το δικαίωμα για όλους στην παιδεία, το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση, το δικαίωμα στη στέγαση, το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την πρόσβαση από όλους στη δικαιοσύνη, την προστασία έναντι των διακρίσεων. Όλα τα παραπάνω είναι δικαιώματα που κατοχυρώνονται τόσο στο Σύνταγμα της Ελλάδας, όσο και σε διεθνείς συμβάσεις όπως η Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και άλλα. Άρα η παραβίαση τους είναι πραγματικό έγκλημα. Ποιος μιλάει όμως για αυτό; Μόνο η βιωμένη εμπειρία, των πολλών, αλλά ανίσχυρων.
Στα ΜΜΕ θα υπάρχει αυξημένη καταγραφή γυναικοκτονιών και κακοποιητικών συμπεριφορών και εκμεταλλεύσεων (πάντα λιγότερες από τα υπαρκτά φαινόμενα ενδο-οικογενειακής βίας και εμπορικής εκμετάλλευσης του σώματος, λόγω του μικρού αριθμού των καταγγελιών). Η επίσημη αναπαράσταση όμως θα ρίχνει το βάρος σε αιτίες ατομικών παθολογιών ή αόρατων κοινωνικο- ψυχολογικών διεργασιών, παραβλέποντας το προφανές: ότι τέτοιες πράξεις εμπεριέχονται σε εξουσιαστικά πλαίσια δράσης και στη λειτουργία του μηχανισμού της εκμετάλλευσης του σώματος ως οικονομικός και συμβολικός παράγοντας, ως μια «κανονικότητα» στην αναπαραγωγή του κοινωνικοοικονομικού συστήματος, που άλλωστε αν δεν καταγγελθεί, συνήθως δεν θεωρείται εξαρχής «κακό» για τους δράστες (απορούν οι υπό δικαστική κρίση καταγγελλόμενοι- «μα δεν έκανα κάτι κακό» – «ήταν συναινετικό»).
Πολλοί οι ανησυχούντες για τα αυξανόμενα κρούσματα βίας μεταξύ ανήλικων και νέων και πάντα διαθέσιμοι αρκετοί δήθεν επαΐοντες να ρίξουν το ανάθεμα – στίγμα σε συγκεκριμένες ατομικές ή συλλογικές μεταβλητές, ποτέ όμως δεν θα ρίξουν το φως στο γεγονός ότι η ατομική βία είναι ο πιο προβαλλόμενος τρόπος δράσης και αντίδρασης, μέσα από τα προϊόντα των κυρίαρχων φορέων κοινωνικοποίησης, τη μαζική κουλτούρα και πάνω από όλα την επιτυχή – από τους κυρίαρχους θεσμούς – καταστολή των περισσότερων «εναλλακτικών σχολειών» σε πολιτισμό, αθλητισμό, πολιτική δράση, ιδεολογία, γνωστικά αντικείμενα κλπ, που προηγούμενες εποχές σφυρηλάτησαν ένα αντιηγεμονικό πρότυπο κοινωνικοποίησης και μεγάλωσαν γενιές με κριτική σκέψη, αναστοχασμό και δράση.
Αρκετά τα φαινόμενα που είδαν τη δημοσιότητα και περιορίζονται μέσα από όρους όπως διαφθορά, διαπλοκή, ΜΚΟ που τρώνε χρήμα και πολιτικούς που χρηματίζονται. Πάντοτε όμως ως εξαιρέσεις, ως κάποια «σάπια μήλα στο καλάθι» και πάντα με αναφορά στο αόριστο και ταυτολογικό «δεν είναι όλοι ίδιοι», ενώ σιγά σιγά, όσο θα το επιτρέπει η ανάγκη για να κατευναστεί «το λαϊκό αίσθημα που ψάχνει έναν ένοχο να στοχοποιήσει», θα υπάρξουν και προσπάθειες για ένα «ξέπλυμα», το οποίο θα δικαιολογήσει σε δεύτερο βαθμό το ότι τα περισσότερα φαινόμενα από τα παραπάνω τελικά θα παραμείνουν σε ένα επίπεδο που θα κυμαίνεται από την ατιμωρησία μέχρι την ελάχιστη ποινική αντιμετώπιση. Είναι εξαιρέσεις όμως ή τελικά είναι ο κυρίαρχος κανόνας γιατί η αλληλεξάρτηση κράτους και επιχειρηματικού κεφαλαίου, το κρατικοεπιχειρηματικό έγκλημα δηλαδή, είτε με απευθείας μετατροπή δημοσίου χρήματος σε ιδιωτικό (συμβάσεις), είτε με την παροχή διευκολύνσεων (μέσω νόμων, υπουργικών αποφάσεων, ΠΝΠ) είναι ο τρόπος που λειτουργούν κράτη και υπερεθνικοί οργανισμοί και η ρίζα αυτής της εγκληματογόνας πράξης;
Και τέλος, «έκπληξη» προκαλούν φαινόμενα όπου αρκετοί θεσμικοί θεματοφύλακες καταστρατηγούν τα ίδια νομικά κείμενα που τους καθορίζουν το πλαίσιο που θα δρουν για να τα υπερασπιστούν και μέσα από αυτά την «ανάγκη» για προστασία της «συναίνεσης» και της «κοινωνικής ειρήνης». Ξεχνάμε όμως ότι τα άτομα που παρέχουν έργο σε επίσημους θεσμούς κοινωνικού ελέγχου (δικαιοσύνη, αστυνομία, λιμενικό, κλπ) αλλά και τα αντίστοιχα που συμπληρώνουν την ίδια λειτουργία σε αντίστοιχους ανεπίσημους θεσμούς (ΜΜΕ, Πανεπιστήμια, «σημαντικοί άλλοι», κλπ), είναι υποκείμενοι στην προάσπιση μιας «νομιμότητας» η οποία δεν είναι κείμενα – «εικονίσματα- φετίχ», αλλά συστήματα κοινωνικών σχέσεων ζωντανά και μεταβαλλόμενα σύμφωνα με τους υλικούς όρους μιας κοινωνίας και τη σύγκρουση συμφερόντων που οι όροι αυτοί συνεπάγονται.
Ας μην πέφτουμε λοιπόν από τα σύννεφα για όλα τα παραπάνω. Μου θύμισε πρόσφατα μια αγαπητή συντρόφισσα, το στίχο της Γαλάτειας Καζαντζάκη, «εικόνα σου είμαι, κοινωνία, και σου μοιάζω», που νομίζω ότι ταιριάζει απόλυτα για την κατανόηση των παραπάνω. Με κριτικό και αναστοχαστικό πνεύμα ας αποφύγουμε τις εύκολες, κατακερματισμένες και αποκομμένες από το κοινωνικό όλο, εξηγήσεις – παρερμηνείες. Ας γίνουμε οι ίδιοι κριτικοί «αναγνώστες» της πραγματικότητας που μας περιβάλει όταν βλέπουμε ότι αυτοί λείπουν, ή η παρουσία τους στο δημόσιο λόγο είναι απαγορευμένη. Και ας αρχίσουμε να εργαζόμαστε συλλογικά για την επανεργοποίηση «εναλλακτικών σχολειών» ως πρώτο βήμα και για τη δημιουργία μιας «άλλης» νομιμότητας.
*Στρατής Γεωργούλας, μέλος ΠΓ ΛΑΕ ΑΑ, περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Αιγαίου, καθηγητής Πανεπιστημίου Αιγαίου