Το βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη δεν θέλει να είναι ένα βιβλίο ιστορίας.
Ο γνωστός σε όλους μας Στρατούλης, ένιωσε την ανάγκη να καταθέσει μία καταγραφή – ή μάλλον, για να το πούμε πιο σωστά – τόλμησε να ανταποκριθεί στην ανάγκη να υπάρξει μια καταγραφή των γεγονότων μιας κρίσιμης περιόδου.
Μια ζωντανή και άμεση καταγραφή, για μια πραγματικά κρίσιμη περίοδο. Κρίσιμη, όσο λίγες στη νεότερη ιστορία μας. Κρίσιμη, και για τη χώρα, βέβαια, αλλά και για την ίδια την Αριστερά.
Προφανώς, ο Τάκης δεν γράφει σαν ένας εξωτερικός, ας πούμε αντικειμενικός, παρατηρητής. Αυτό, εξάλλου, δεν θα είχε και νόημα. Δεν θα είχε και καμία πραγματική αξία. Ούτε γι’ αυτόν ούτε και για μας.
Αφηγείται και εκθέτει τα γεγονότα σαν ενεργός συμμέτοχος. Ένας άνθρωπος που έδρασε μέσα στον πυρήνα των γεγονότων εκείνης της ξεχωριστής εποχής – και δοκιμάστηκε μέσα σε αυτήν. Και γράφει για να δώσει τη δική του ματιά, τη δική του αλήθεια, όπως ο ίδιος τη βίωσε. Η δική του αλήθεια, όμως, δεν είναι κατασκευασμένη.
Είναι η απόδοση της πραγματικότητας, όπως τουλάχιστον ο ίδιος την έζησε, με τη δική του πολιτική καταγωγή και υπόσταση, με τα προσωπικά του οράματα και με τις αγωνίες του.
Θέλει να δώσει το δικό του το στίγμα, που σημαίνει και το στίγμα ενός ολόκληρου κομματιού της Ελληνικής Αριστεράς, που στην συγκεκριμένη περίοδο εκφράζονταν μέσα από το Αριστερό Ρεύμα – και κατ’ επέκταση – την Αριστερή Πλατφόρμα, μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ. Μια οργανωμένη δύναμη που είχε συνεχή ενεργή παρουσία και δράση στους κόλπους της Αριστεράς τις τελευταίες δεκαετίες και έδινε πάντα το δικό της διακριτό στίγμα. Με τα λάθη της, βέβαια,(αυτό είναι αναπόφευκτο) και με τις αδυναμίες της. Αλλά πάντα ενεργή, με τη συνείδηση ότι υπηρετεί πολιτικές αρχές.
Το πλήγμα που δέχθηκε η Αριστερά οπό τις πολιτικές εξελίξεις που καταγράφονται στο βιβλίο, κατά μάλλον παράδοξο τρόπο, έπληξε καίρια και αυτό κομμάτι της Αριστεράς, παρότι αυτό δεν δέχθηκε τη συνθηκολόγηση. Αυτό φαίνεται σαν να είναι ένα παράδοξο, μία αντίφαση των εξελίξεων. Είναι, πάντως, κάτι που πρέπει να μας προβληματίζει όλους. Και δεν βολεύεται με εύκολες και έτοιμες απαντήσεις.
Ας ξαναγυρίσω όμως στο βιβλίο…
Το βιβλίο καταγράφει τα γεγονότα, σχεδόν μέρα με τη μέρα. Το φιλότιμο του Δημήτρη Στρατούλη δεν αφήνει κανένα κρίσιμο γεγονός χωρίς αναφορά. Με την έννοια αυτή πρόκειται, σίγουρα, για ένα πλήρες χρονικό αυτών των 8 μηνών. Αυτό έχει και μια σημαντική ιστορική αξία, για κάθε αναγνώστη – και, πολύ περισσότερο, για κάθε μελλοντικό αναγνώστη.
Θέλω να σταθώ σε ένα ειδικό θέμα : στο βιβλίο υπάρχει η εξιστόρηση και αποτύπωση του έργου του Δημήτρη Στρατούλη σαν Υπουργού, στον κρίσιμο και ευαίσθητο τομέα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Σήμερα πια, το “Πρώτη φορά Αριστερά” αναφέρεται στις παρέες, μέσα στην κοινωνία, τις περισσότερες φορές ειρωνικά και κοροϊδευτικά. Πρέπει, όμως, να πούμε, ότι ο Στρατούλης, από την τότε θέση ευθύνης του, υπηρέτησε με συνέπεια – και μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες – τις προσδοκίες, που απηχούσε αυτό το σύνθημα. Τις υπηρέτησε, βέβαια, όπως και ο ίδιος τονίζει στο βιβλίο του, με την πολύτιμη συνεργασία και του Γενικού Γραμματέα, του Νίκου Ρωμανιά. Μαζί λοιπόν υπηρέτησαν το “πρώτη φορά αριστερά” · παρότι ο δεύτερος δεν είχε την ταμπέλα του αριστερού.
Τουλάχιστον, φαίνεται πως ο Υπουργός Δημήτρης Στρατούλης προσπάθησε να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα, που είχε, για να υπηρετήσει τις κρίσιμες κοινωνικές ανάγκες. Φαντάζομαι ότι πολλά πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά αν όλοι οι τότε Υπουργοί είχαν λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο, ο καθένας στον τομέα ευθύνης του.
Να θυμηθούμε τον αγώνα για την εξασφάλιση καταβολής των συντάξεων. Την περίθαλψη των ανασφάλιστων. Ακόμα: Τη μη υπογραφή , τη μη θέση σε ισχύ των έτοιμων – από τους προηγούμενους – υπουργικών αποφάσεων, για την εφαρμογή των μνημονίων. Τις ρυθμίσεις στις ασφαλιστικές εισφορές. Τα γράφει όλα στο βιβλίο…. Δεν έχει νόημα να τα απαριθμήσω όλα τώρα.
Έχουμε όμως την υποχρέωση να τον συγχαρούμε για αυτή του τη στάση, για αυτό του το έργο. Και ιδίως γιατί, όλα αυτά δεν ήταν – βέβαια – καθόλου αυτονόητα. Ήταν το αποτέλεσμα της δικής του αίσθησης ευθύνης, με βάση και την πολιτική του συγκρότηση. Μια υπευθυνότητα που την υπηρέτησε με στοχοπροσήλωση, με ζήλο και επιμονή. (Αυτά δεν τα λέει στο βιβλίο – τα λέω εγώ).
Το βιβλίο, λοιπόν, αποτυπώνει την εξέλιξη των γεγονότων σε αυτούς τους 8 μήνες, που συντάραξαν την Ελλάδα, όπως λέει και ο τίτλος του. Έτσι είναι, αν και, στην πραγματικότητα, σήμερα μιλάμε γι’ αυτούς επειδή, ακριβώς, δεν τη συντάραξαν όσο θέλαμε – και όσο θα έπρεπε. Όσο είχε πραγματικά ανάγκη ο τόπος μας και ο λαός μας. Αυτό, εξάλλου, είναι και το πνεύμα που διατρέχει όλο το βιβλίο ή – πάντως – αυτό είναι το τελικό του απόσταγμα.
Ο συγγραφέας νιώθει υποχρεωμένος – και δικαιολογημένα από τη μεριά του – να αναδείξει την αντίστιξη ανάμεσα στην πορεία της Κυβέρνησης και τις θέσεις, κάθε φορά, του Αριστερού Ρεύματος και της Αριστερής Πλατφόρμας. Δεν εξαντλείται, βέβαια, σε αυτά η αφήγησή του. Αλλά επιμένει, πάντως, σε αυτή την αντίστιξη – και καλά κάνει.
Από το άλλο μέρος, αποτυπώνει και μια συγκεκριμένη πολιτική αντίληψη, που θεωρεί ως βασικό συστατικό πολιτικής ενεργοποίησης αυτό που, από παλιά, λέγεται “οργανωμένη πάλη”. Μια πολιτική δράση που έχει σαν βασικό άξονα αναφοράς την Οργάνωση και μέσα από τους οργανωτικούς συσχετισμούς δίνει τον αγώνα της και αναζητά τη δικαίωσή της και την επίτευξη των στόχων της.
Δεν θέλω να παρεξηγηθώ – Δεν τα λέω αυτά με οποιαδήποτε αρνητική χροιά ή επιτιμητικό υπονοούμενο. Θέλω , όμως, να πω , ότι αφενός μεν η ανοιχτή κοινωνική κινηματική δράση έχει πολλές φορές τη δυναμική να υπερβαίνει αυτά τα ιστορικά σχήματα.
Και, σε κάθε περίπτωση, αυτό τα σχήμα δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις προθέσεις και τις προσδοκίες μας αν δεν καταφέρνει να διατηρεί πάντα – και το εννοώ: πάντα – την άμεση αλληλεπίδραση με την κοινωνία. Αν χαθεί κάποια στιγμή αυτή η ανατροφοδότηση , που μόνο με αυτήν αναπνέει η πολιτική δράση , δεν μπορούν να υπάρχουν και αποτελέσματα. Αποτελέσματα αντάξια του αγώνα και των προσδοκιών μας.
Ούτως ή άλλως, η ιστορία για την οποία μιλάμε τώρα, η ιστορία του βιβλίου, είναι μία ιστορία Ήττας. Και ερχόμαστε, τώρα, να βάλουμε στη ζυγαριά ποιος ευθύνεται για τις ήττες.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ευθύνονται οι συμβιβασμένοι. Και όσοι ήταν – ούτως ή άλλως – έτοιμοι για συμβιβασμό αλλά και οι άλλοι, εκείνοι που την κρίσιμη ώρα πίστεψαν ότι δεν είχαν άλλη επιλογή. Κατά βάθος, όμως, όλοι ξέρουμε ότι, την κρίσιμη ώρα, όλοι αυτοί μάλλον θα είναι πάντα περισσότεροι. Και το κακό είναι ότι δεν είναι μόνοι τους. Έτσι κι αλλιώς θα έχουν, τότε, μαζί τους και όλους τους απέναντι. Είναι εύκολο, λοιπόν, να ρίξεις το ανάθεμα σε αυτούς και να ξεμπερδεύεις. Αλλά έτσι δεν μπορείς να φτάσεις πουθενά! Αν θες να προχωρήσεις, πρέπει να καταφέρεις πρώτα να αποδώσεις τις ευθύνες που ανήκουν σε σένα. Μόνο έτσι έχει νόημα και αποκτά και προοπτική η πολιτική δράση.
Οι άλλοι θα είναι πάντα εκεί. Εμείς είμαστε αυτοί που πρέπει να κάνουμε την υπέρβαση για να κερδίσουμε το στοίχημα. Ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί. Αν δεν τα καταφέρουμε, λοιπόν, πρέπει να δούμε πρώτα και κύρια τις δικές μας ευθύνες. Αλλά να τις δούμε ουσιαστικά. Όχι με “πασαλείμματα”, όπως ήταν πάντα η παραδοσιακή αριστερή (κατ’ όνομα και μόνο) “αυτοκριτική” – που γινόταν πάντα μόνο για τα προσχήματα και ετεροχρονισμένη, όταν δεν διακινδύνευε-κανείς-πια-τίποτα.
Θα μιλήσω, λοιπόν, πρώτα για μένα. Κατ’ επέκταση, όσα θα πω, αφορούν και όλους όσοι είμασταν αντίθετοι με το συμβιβασμό, με την αντιστροφή της λαϊκής βούλησης, όπως αυτή εκφράστηκε με το δημοψήφισμα και με το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ. Μόνο για μας θέλω να μιλήσω. Οι άλλοι που τα αποδέχθηκαν, πραγματικά, δεν με ενδιαφέρουν πια.
Εμείς λοιπόν : Δεν καταφέραμε να απευθυνθούμε με ευθύ και άμεσο τρόπο προς την κοινωνία. Και ιδίως στο μεγάλο μέρος που κατ’ αρχήν θα ήταν σίγουρα μαζί μας. Για να το πω αλλιώς, στο όποιο κομμάτι του 62% είχε ήδη μπει σε τροχιά ρήξης και μας αφορούσε. Ήταν εκεί, μαζί μας, δίπλα μας, «η Ελλάδα που αντιστέκεται, η Ελλάδα που επιμένει».
Χωρίς άμεση ζωντανή σχέση με την ανυπότακτη κοινωνία και χωρίς πρόθεση άμεσης ρήξης, διαμορφώσαμε και εμείς το τελικό σκηνικό της ήττας. Έτσι κυριάρχησε το αφήγημα του συμβιβασμού, που τις συνέπειές του τις βλέπουμε και μέχρι σήμερα.
Για μια ακόμα φορά, αποδείχθηκε ότι η αυταρέσκεια της οργανωτικής ικανότητας δεν είναι από μόνη της ικανή να προσεταιριστεί την κοινωνία – ούτε κάν το κομμάτι που ήταν εξαρχής κερδισμένο.
Οι συνέπειες του 2015 θα κάνουν δυστυχώς αρκετά χρόνια να ξεπεραστούν. Η Αριστερά στιγματίστηκε από τον συμβιβασμό της. Για να είμαστε ακριβέστεροι ‘αυτή’ η Αριστερά. Το ΚΚΕ μπορεί να έχει άλλα θέματα, να έχει άλλες ευθύνες και άλλα λάθη, αλλά δεν μπορεί να το κατηγορήσει κανείς για συμβιβασμό.
Το παράδοξο – το είπα και πριν – είναι ότι μπήκε σε μια πορεία εκφυλισμού και το κομμάτι της Αριστεράς που ήταν μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ – ή συμπαρατάχθηκε με αυτόν – αλλά αρνήθηκε τον συμβιβασμό.
Ξαναμαζεύουμε όλοι τα κομμάτια μας και προσπαθούμε να αναγεννηθούμε μέσα από την τέφρα της Ήττας. Αν έχουμε, στ’ αλήθεια, πάρει τα μαθήματά μας, μπορεί και να το πετύχουμε.
Έχουμε πια, εκτός από την ευθύνη, και τις εμπειρίες από την ιστορία της Ήττας. Ζήσαμε ένα ζωντανό και αποφασισμένο αυθόρμητο λαϊκό κίνημα που ξεπέρασε, από μόνο του, όλες τις οργανωμένες δυνάμεις, που παλεύουν με την ψευδαίσθηση της “πρωτοπορίας”.
Το μνημονιακό σύστημα κλονίστηκε από την καθημερινή παρουσία του ετερογενούς πλήθους των αγανακτισμένων. Και υπογράφηκε η καταδίκη του τη στιγμή που ένας πολίτης – ο πρώτος – κατέβηκε από το πεζοδρόμιο, τη μέρα μιας παρέλασης.
Απέναντι σε αυτόν τον κόσμο αποδειχθήκαμε-και-εμείς λίγοι. Ουσιαστικά και εμείς τον προδώσαμε – όχι μόνο οι συμβιβασμένοι.
Και εμείς, που λειτουργήσαμε πολιτικά μέσα στο φάσμα του αυτισμού μας, κλεισμένοι μέσα στα τείχη των κομματικών συσχετισμών ενώ έξω η κοινωνία κόχλαζε. Εμείς, που δεν σηκωθήκαμε όλοι μαζί, την κρίσιμη ώρα. Πολλοί γιατί φοβήθηκαν, μη τους πουν προδότες οι προδότες. Δεν συμφωνώ απόλυτα με τους όρους και τους χαρακτηρισμούς περί “προδοσίας” αλλά το λέω έτσι για να καταλαβαινόμαστε χωρίς πολλές αναλύσεις και περιφραστικές διατυπώσεις.
Η πραγματικότητα, η συγκυρία, ο κόσμος, μας έδειχναν το δρόμο της ρήξης… Αλλά εμείς μείναμε δέσμιοι των αναστολών μας, των όποιων αναστολών του ο καθένας. Των αναστολών και των ανόητων μεταξύ μας διαχωρισμών. Γι’ αυτό “μετρηθήκαμε” τελικά λίγοι και ανεπαρκείς….
Μόνο αυτά τα μαθήματα μένουν, που έχουν αξία για τα επόμενα χρόνια. Γιατί θα χρειαστεί, καθώς φαίνεται, χρόνος, για να ξαναέρθει η ευκαιρία του ελληνικού λαού…
Αλλά δεν πρέπει να απαρνηθούμε τα ίδια μας τα βιώματα – ή Είναι λάθος να τα θάβουμε.
Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να αλλάξουμε. Να ξεφύγουμε από τις εμμονές μας και να υπερβούμε την ανεπάρκειά μας.
Μάλλον δεν θα είμαστε παρόντες στην επόμενη ευκαιρία. Ας έχουμε όμως, τουλάχιστον τη συνείδησή μας ήσυχη : ότι βάλαμε ένα λιθαράκι κι εμείς για εκείνη την ώρα.
Δεν θα εκμεταλλευθώ την παρουσία μου εδώ για να μιλήσω για την δική μας πορεία σήμερα, για την πορεία του ΜέρΑ25. Δεν θα πω λέξη γι’ αυτά.
Θέλω μόνο να συγχαρώ τον Τάκη και πάλι Και να ευχηθώ τα καλύτερα και για το βιβλίο του Και για τον ίδιο, και στην προσωπική του ζωή , Αλλά και στην πολιτική του δράση και προοπτική. Γιατί ξέρω ότι χωρίς αυτήν δεν μπορεί να υπάρξει. Εξάλλου, θα ξαναβρισκόμαστε, στους δρόμους και στις πορείες…
Σας ευχαριστώ !
Σοφία Σακοράφα
Βουλευτής Β3 Αθήνας – Πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ