2ο Συνέδριο ΑΡ – Κείμενο της Επιτροπής Θέσεων για τη Νεολαία

Η νεοφιλελεύθερη ηγεμονία στην Νεολαία

Η εικοσαετία του 1999-2019 χαρακτηρίζεται από την επιτάχυνση της διαδικασίας μετάβασης από τον κεϋνσιανό στον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό αλλά και την μνημονιακή επιβολή μιας βίαιης  μετάβασης στις χώρες του Νότου και των Βαλκανίων χώρες όπου δεν είχε ορθοποδήσει, όπως για παράδειγμα στην χώρα μας.

Ο νεοφιλελευθερισμός, ως μορφή του καπιταλιστικού συστήματος σήμερα, αποτελεί προϊόν μίας ευρύτερης αναδιάρθρωσης της καπιταλιστικής παραγωγής στο οικονομικό επίπεδο, αλλά και στην διαμόρφωση ολοένα αρνητικότερων συσχετισμών κατά των δυνάμεων τις εργασίας τις τελευταίες δεκαετίες στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο. Το μέχρι χθες αυτονόητο σχήμα της έστω και κατ’ επίφασή πολιτικής και κοινωνικής νομιμοποίησης των μετασχηματισμών σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο (αστικό κοινοβούλιο, εκλογές ,δημοψηφίσματα) φαίνεται ότι ξεπερνιέται από την μεριά των οικονομικών και πολιτικών εκπρόσωπών της αστικής τάξης.

Ξεκάθαρα τέτοια δείγματα είναι οι αντιδραστικές επεμβάσεις της EE των ΗΠΑ και των οργάνων τους , στο Μεϊντάν στην Ουκρανία ,στην Βενεζουέλα, στο Ελληνικό δημοψήφισμα το 15 , την ωμή παραβίαση του Βρετανικού δημοψηφίσματος κλπ. Ο συσχετισμός δύναμης, καθορίζει την μορφή του συστήματος, κατά την διάρκεια των αλλαγών που συμβαίνουν στην παραγωγική διαδικασία στο οικονομικό επίπεδο. Αν ο νεοφιλελευθερισμός έχει μία σχετικά αντικειμενική βάση στην αναδιάρθρωση της παραγωγής, ικανό όρο για την ανάπτυξή του αποτελούν οι δυσμενείς συσχετισμοί δύναμης εργατικής ταξης/κεφαλαιου.

Διαχρονικά, η νεολαία αποτελούσε ένα διαταξικό στρώμα με συγκεκριμένα πολιτιστικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, που ορίζονταν κυρίως από τη θέση και την μελλοντική του είσοδο στην παραγωγική διαδικασία. Ιστορικά, από τη μετάβαση της φεουδαρχικής κοινωνίας στη σύγχρονη νεοφιλελεύθερη οικονομία, τα χαρακτηριστικά της νεολαίας προσδιορίζονταν οικονομικά και κοινωνικά βάσει της θέσης στο εκάστοτε σύστημα, σαν διακριτή ομάδα της παραγωγής. Η τελευταία μεγάλη οικονομική κρίση, με τους κλυδωνισμούς που δημιούργησε στο καπιταλιστικό σύστημα, αλλά και με τις “ευκαιρίες”- διεξόδους που άνοιξε το ίδιο, αλλάξε ριζικά τον τρόπο που η νεολαία εισέρχεται, ή υπάρχει πέριξ, της παραγωγικής διαδικασίας.

Παρόλο που η οργάνωση της παραγωγής ακολουθεί μία σχετικά αυτόνομη εξέλιξη, η οποία έχει να κάνει και με πολλές παραμέτρους και οικονομοτεχνικά ζητήματα, ωστόσο δεν είναι αληθές, όπως υποστηρίζεται από τους υποστηρικτές του νεοφιλελευθερισμού, ότι ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός είναι μία μορφή που επιβάλλεται από αντικειμενικές διαδικασίες. Το δόγμα της έλλειψης εναλλακτικής είναι κατασκευασμένο.

Η επίθεση στην εργασία, χτύπησε ακόμα πιο έντονα τους νέους και τις νέες (με τις νέες να βρίσκονται πολύ χαμηλότερα στα ποσοστά απασχόλησης, βάσει των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ), εφόσον οι βασικές διαδρομές που δημιούργησε είναι η ανεργία, η επισφάλεια, η μετανάστευση ή/και η συνεχής εξειδίκευση και απόκτηση μίας βεντάλιας ικανοτήτων και δεξιοτήτων (κάθε φορά των “απαραίτητων” που όριζαν οι ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής), που καταλήγει να θρέφει αυτόν τον αέναο κύκλο μεταξύ ανεργίας και εργασίας. Κομβικό ρόλο σε αυτό έπαιξαν οι ευρωπαϊκές επιταγές για την εργασία, υπό τον Δούρειο Ίππο του μνημονίου, στην κατεύθυνση ενός διαφορετικού μοντέλου εργασίας για ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κάνοντας για παράδειγμα τον εθελοντισμό (δηλαδή την απλήρωτη εργασία) βασικό κομμάτι στην παραγωγική διαδικασία, αλλά και προαπαιτούμενο πολλές φορές για την εύρεση εργασίας.

Η διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα υποκείμενα που θέλουν να διαμορφώνουν το νέο περιβάλλον και στα περιβάλλοντα που διαμορφώνουν τα υποκείμενα είναι κάτι που έχουν αφουγκραστεί και συνεχίζουν να αφουγκράζονται πολύ αποτελεσματικά οι πολιτικές ελίτ διαχρονικά. Ειδικά σε περιόδους κρίσης – πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής – οι ισχυροί στον κόσμο ή ακόμα και στη χώρα μας, έχουν επιδείξει αξιοθαύμαστη ικανότητα να ελίσσονται και να ανατάσσονται, να διαιρούνται και να ενώνονται, να αναχαιτίζουν και να ενσωματώνουν, να θάβουν και να αναζωογονούν, ακριβώς για να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους.

 Το πλαίσιο αυτό δημιουργεί ένα κοινωνικό σύνολο με εξειδικεύμενες γνώσεις ανίκανο να απορροφηθεί, με αποτέλεσμα είτε να καταλήγει ανάλωσιμο εργατικό δυναμικό στο χώρο του επισιτισμού, του τουρισμού, της τεχνολογίας κ.οκ., κανονικοποιώντας το στις συνθήκες της ανασφάλιστης και μαύρης εργασίας και της μείωσης των αντιστάσεων, υπό το φόβο της ανεργίας. Ταυτόχρονα, η προσωρινή ύπαρξη εργαζομένων σε εργασιακούς χώρους δυσχεραίνει τη δυνατότητα χτισίματος σχέσεων εμπιστοσύνης και συνοχής, δημιουργώντας περαιτέρω εμπόδια στην καλλιέργεια κοινής ταξικής συνείδησης.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό για την νεολαία και την εργατική τάξη πλαίσιο καλούμαστε σήμερα να αντιπαρατεθούμε με την κυρίαρχη ιδεολογία σε ένα αγώνα στον οποίο διακυβεύονται όλα. Να τολμήσουμε να σηκώσουμε το ανάστημά μας ενάντια σε μία πορεία μετάλλαξης των ανθρώπινων κοινωνιών προς τον ολοκληρωτισμό της νεοφιλελεύθερης σκέψης και του δικαίου του ισχυρού, μία διαδικασία de facto ακύρωσης ολών των απελευθερωτικών προταγμάτων και κοινωνικών και πολιτικών κετημένων του 19ου και 20ου αιώνα. There is no alternative than revolt.

Νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση, αλλαγές στην κατανομή εργασίας και στην ταξική διαστρώματωση

Ξεκινώντας μια προσπάθεια περιγραφής της κατάστασης θεωρούμε δεδομένα δυο βασικά θεωρητικά συμπεράσματα: την διαλεκτική σχέση μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και ιδεολογίας και την κομβική σημασία της εκπαίδευσης ως κατανεμητική διαδικασία στην παραγωγή. Θεωρούμε ταυτόχρονα ότι η πορεία εξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι μια πορεία ευθύγραμμη και ασύνδετη με την ιδεολογική ηγεμονία. Δεν αποδεχόμαστε αντιλήψεις νομοτελειακής φύσεως, ούτε προς την πορεία για τον σοσιαλισμό, ούτε κλειστά οικονομικά γραμμικά σχήματα για την εξέλιξη των κοινωνιών χωρίς να υπαναχωρούμε από την υλιστική θεώρηση των κοινωνιών.

Η νεολαία  συγκροτείται συνειδησιακά μέσω των σχέσεων με μια σειρά  από παραδοσιακούς ιδεολογικούς μηχανισμούς, όπως η εκπαίδευση και η οικογένεια και σύγχρονους, με αντίστοιχο, , όπως τα ΜΜΕ ,τα Social Media ελεγχόμενα σήμερα από πολυεθνικούς τιτάνες- που νομιμοποιούν, αναπαράγουν και παράγουν νέες κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης.

Τα χαρακτηριστικά της μεταμνημονιακης κοινωνίας (ανεργία, ελαστική απασχόληση  έλλειψη δημοκρατίας, fast track εκπαιδευτική διαδικασία, κυριαρχία του (υπό)πολιτισμού των παραδοσιακών ΜΜΕ, των influencer και των followers στα Social Media, η συνολική υπερσυντηρητικοποίηση και ο εκφασισμός ως κανονικότητα,  και η υποχώρηση της αξίας της συλλογικής σκέψης και δράσης κλπ) έχουν αποδειχθεί αρκετά για να μην πυροδοτήθουν μαζικά αντανακλαστικά αντιστάσεων και ρήξεων μέσα από κινηματικές διαδικασίες την τελευταία τετραετία τουλάχιστον.

Οι παραπάνω συνθήκες είναι κάποιες από τις οποίες μετακινούν μέρα με τη μέρα τα στρώματα της νεολαίας στην πλευρά του αντιπάλου, ιδεολογικά και πολιτικά. Η συνεχής εργασιακή κινητικότητα σε συνδυασμό με τη διαρκή επισφάλεια, εντείνει το αίσθημα του φόβου και της τρομοκρατίας στη νεολαία, μη δίνοντας τη δυνατότητα να οραματιστεί και να σκεφτεί μία επιλογή ζωής εκτός αυτού του πλαισίου, μέσω συλλογικών διεκδικήσεων και των θυσίων που αυτές συνήθως απαιτούν. Μοναδική επιλογή επιβίωσης σε αυτή τη συνθήκη είναι η εξατομίκευση του προβλήματος (άρα και της λύσης του), η ενσωμάτωση στο συστημικό πλαίσιο με το οποίο η νεολαία εκπαιδεύεται,  συνάδει κοινωνικές σχέσεις, ψυχαγωγείται και βιοπορίζεται, αλλά και η κοινωνική περιθωριοποίηση, πολλές φορές κεκαλυμμένη με διαστρεβλωμένη αντεπίθεση στο σύστημα που περνάει μέσα από τη διέξοδο στα ναρκωτικά, στον χουλιγκανισμό, στην ακροδεξιά ή τη γενικότερη αποστροφή από την πολιτική δράση και σκέψη, ως κάποια δουλειά “ειδικών”.

Δεν αρκούν οι  σημερινές παρεμβάσεις της Αριστερας για να αλλάξουν ριζικά τις σχέσεις των νέων με την πολιτική και ειδικά με την αριστερά, καθώς η αίσθηση της αναποτελεσματικότητας των “αγώνων” εν γένει, παραμένει εξαιρετικά ισχυρή μέτα την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ σαν εκφραστή της Αριστεράς στο νεοφιλελεύθερο τρόπο σκέψης και την εξαργύρωση των κινηματικών δαφνών για την επανεδραίωση ενός νέου δικομματισμού. Σε αυτό πλαίσιο μία σημαντική μερίδα της νεολαίας αποδέχεται ολοένα και πιο πολύ αντιδραστικά πρότυπα και αξίες έχοντας σε μεγάλο βαθμό ενσωμάτωση την έλλειψη εναλλακτικής(TINA). Στην περίπτωση της μνημονιακής Ελλάδας, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας. Η αύξηση επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ στα κομμάτια της νεολαίας ξεκίνησε όταν αυτός μπόρεσε να εκφράσει εκείνες τις πολιτικές ανησυχίες που διαφαίνονταν προ κρίσης, λαμβάνοντας μέρος και πρωτοστατώντας στους μεγάλους αγώνες της νεολαίας (από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2006-07, στους περιβαλλοντικούς αγώνες αλλά και το Δεκέμβρη του ‘08) και συνέχισε εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ είχε να προτείνει μία συμμετοχική λύση προοπτικής για τη ζωή και το μέλλον της νέας γενιάς.

Η νεολαία καθ’ όλη την διάρκεια της πρώτης φάσης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ήταν κινηματικά αδρανής με μια έντονη αδυναμία να παρέμβει στις εξελίξεις. Η σύνδεση που μπορεί να είχε ο ΣΥΡΙΖΑ με τα κινήματα της προηγούμενης περιόδου έδωσε μια ώθηση στην ελπίδα της νεολαίας για ένα καλύτερο μέλλον χωρίς ανεργία, επισφάλεια και μετανάστευση. Όμως ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο η τότε κυβέρνηση χειριζόταν την μορφή άσκησης εξουσίας, απέκοπτε πρακτικά την ίδια την νεολαία από το να παρέμβει ενεργά δημιουργώντας ισχυρές τάσεις ανάθεσης αλλά και απογοήτευσης δεδομένων και των πολλαπλών πολιτικών υπαναχωρήσεων.

Την κρίσιμη στιγμή του δημοψηφίσματος όμως, η απάντηση ήταν ηχηρή. Στην μεγαλειώδη εκείνη αντιπαράθεση του ελληνικού λαού με τους εκβιασμούς των δανειστών η νεολαία έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Το 62% του «ΟΧΙ» είναι μια συνάρθρωση και συμπύκνωση όλων των μεγάλων αντιμνημονιακών αγώνων της προηγούμενης περιόδου στους οποίους όπως επισημάναμε η νεολαία συμμετείχε μαζικά. Το «ΟΧΙ» της τάξης του 80% στους χώρους της νεολαίας δεν είναι απλά μια στιγμή, αλλά μια τομή μες την συνέχεια όλων εκείνων των στιγμών που οι νέοι και οι νέες της πρόσφατης  μνημονιακής Ελλάδας πάλεψαν, αντιστάθηκαν, αγωνίστηκαν, απογοητεύτηκαν, πείσμωσαν, εξοργίστηκαν και  εναντιώθηκαν. Εναντιώθηκαν στις πολιτικές που τους όριζαν, αλλά και συνεχίζουν δυστυχώς να ορίζουν, ένα μέλλον μεταξύ ανεργίας και μετανάστευσης. Ακριβώς γι’ αυτό ήταν πρόδηλο καθ’όλη την βδομάδα του δημοψηφίσματος πως  η νεολαία ήταν το πλέον αποφασισμένο κομμάτι για την επιλογή της ρήξης. Φυσικά, αυτή η διαδικασία διακόπηκε εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να παίξει ρόλο μεσάζοντα στη διαχείριση της πολιτικής που καταδυνάστευε τις ζωές μας, και υπαναχώρησε στις ριζοσπαστικές αλλαγές που ευαγγελιζότανε. Έτσι κατέφυγε στην επιδοματική πολιτική, στην ψευδή μείωση της ανεργίας μέσω προγραμμάτων διαρκούς κατάρτισης με χρήση ΕΣΠΑ και αντάλλαξε την οικονομική ανέχεια με κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, όπως την επέκταση του σύμφωνου συμβίωσης για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια και την αναγνώριση ταυτότητας φύλου.

Προφανώς ο τρόπος με τον οποίον η κυβέρνηση μετέτρεψε εν μια νυκτί το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ» ήταν η ολοκλήρωση μια σειράς επιλογών που την οδηγούσαν στην πλήρη αποδοχή και εμπέδωση του ευρωμονόδρομου. Η συμφωνία και το τρίτο μνημόνιο ήταν επακόλουθο μιας κυβερνητικής λογικής που χρησιμοποίησε το λαϊκό κίνημα άλλοτε για να εκτονώσει τις εσωτερικές της ανακολουθίες και άλλοτε για να καπηλευτεί σε βαθμό αλλοίωσης το πολιτικό κεφάλαιο του αντιμνημονιακού κινήματος των τελευταίων 5 ετών. Η κίνηση αυτή οδήγησε στην απελευθέρωση ριζοσπαστικών δυναμικών από τον ΣΥΡΙΖΑ, στην πτώση της τότε κυβέρνησης και σε εκλογές. Προφανώς βέβαια οδήγησε και τον ίδιο τον λαό και την νεολαία σε μια βαθιά κατάσταση απογοήτευσης και εν τέλει αδυναμίας να πιστέψει ότι υπάρχει εναλλακτική. Στο κρίσιμο αυτό σταυροδρόμι των εκλογών του Σεπτέμβρη του ’15 η Αριστερά έπρεπε να απαντήσει θαρρετά απέναντι στο ΤΙΝΑ, περιγράφοντας την διαδικασία της τελικής ρήξης με μνημόνια, χρέος και ευρώ ως την μόνη δυνατότητα για το λαϊκό κίνημα να κερδίσει έδαφος. Η επικράτηση της αντίληψης ότι πολιτική δεν είναι η καθημερινή συμμετοχή και παρέμβαση στον δημόσιο/κοινωνικό χώρο στη βάση αξιών και ιδεολογιών, αλλά ένα εκλογικό παιχνίδι όπου τα πάντα πουλιούνται και τα πάντα (εξ)αγοράζονται ουσιαστικά εγκολπώθηκε στις συνειδήσεις του κόσμου πλήρως μετά το δημοψήφισμα του 2015.

Η παραπάνω διαδικασία έχει φέρει σήμερα τη νεολαία σε μία μετα-μνημονακή πραγματικότητα στην οποία είτε έχει αφομοιώσει πλήρως την ήττα και τον συμβιβασμό, στη λογική ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική (δόγμα TINA), είτε επιλέγει να αντιδράσει σε επιμέρους κομμάτια της συνολικής επίθεσης (στο αντιφασιστικό, στους αγώνες για τα κοινωνικά δικαιώματα, στους αγώνες για το περιβάλλον κοκ), με λίγη επιτυχία να συνδέσει οργανικά και πολιτικά αυτά τα μέτωπα με τη συνολική επίθεση στην εργασία.

Το γεγονός ότι παρόλο που οι νέοι-ες  απορρίπτουν την πολιτική οργάνωση και περιορίζουν την συμμετοχή τους στον δημόσιο χώρο, εξακολουθούν να αγωνίζονται κυρίως σε μονοθεμάτικα  και τοπικά  κινήματα χωρίς όμως ιδιαίτερη εμπιστοσύνη στις παραδοσιακές μορφές πάλης, όπως οι διαδηλώσεις και οι απεργίες ή οι καταλήψεις, δείχνει τις βαθιές τομές που έχει η δημιουργήσει  η μεταμνημονιακή πραγματικότητα στην βαθιά αγωνιστική παράδοση του τόπου μας.

Ο  Νεοφιλελεύθερος μετασχηματισμός της εκπαίδευσης, στόχος ο μετασχηματισμός της παραγωγής

Αποκρυστάλλωση μιας πολιτικής δεκαετιών για την υποβάθμιση και αποδιοργάνωση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας με ενιαία πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση ,ενιαία πτυχία και επιστημονικά αντικείμενα, αλλά και επαγγελματικά δικαιώματα, με στόχο την αποδιοργάνωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την πλήρη αποσύνδεση της από τον κοινωνικό της ρολό, αυτόν της δημιουργίας ολοκληρωμένων αυτόνομων πολιτών, που θα συμμετέχουν στη διαμόρφωση των κοινωνικών στοιχείων οργάνωσης, της πολιτικής κατάστασης και της κριτικής κάθε δομής. Η μεταφορά της εκπαιδευτικής διαδικασίας στο πεδίο της αγοράς σαν ένα σύγχρονο πεδίο κερδοφορίας όχι μόνο βάζει τους πιο επονείδιστους ταξικούς φραγμούς στην μόρφωση αλλά στην δυνατότητα καλλιέργειας των σύμφυτων δυνατοτήτων του κάθε ανθρώπου -πολίτη.

Αναγνωρίζοντας τη δεδομένη σχέση του πανεπιστημίου με την αγορά, θεωρούμε ως επιτακτική ανάγκη την παραγωγή από το πανεπιστήμιο ολοκληρωμένων επιστημόνων. Η ολόπλευρη μόρφωση αποτελεί κεφαλαιώδες εφόδιο των μελλοντικών επιστημόνων – εργαζομένων απέναντι στη ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας, σε αντιδιαστολή με την υπερεξειδίκευση, που μεταβάλλει τους πτυχιούχους σε ημιμαθείς αυριανούς «αναλώσιμους» εργαζόμενους. Η επιφανειακή εκμάθηση των τρεχουσών τεχνολογικών εξελίξεων χωρίς την ολόπλευρη κάλυψη των επιστημών οδηγεί σε ανικανότητα αφομοίωσης της επιστημονικής προόδου και συνεπακόλουθα εντάσσει τους πτυχιούχους σε μια διαδικασία συνεχούς και επίπονης (από ψυχολογικής, κοινωνικής και οικονομικής άποψης) επανακατάρτισης, μέσω του θεσμού της Δια Βίου Εκπαίδευσης.

Μαθητές:

Το σχολείο αποτελούσε πάντα τον πιο ισχυρό ιδεολογικό μηχανισμό της εκάστοτε άρχουσας τάξης προκειμένου να διασφαλιστούν τα χαρακτηριστικά της επόμενης εργατικής και αστικής τάξης και τους όρους κάτω από τους οποίους θα διεξαχθεί η ταξική πάλη. Στο πλαίσιο αυτό, η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Χώρου για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση αποτέλεσε σημείο τομής και αλλαγή σελίδας ως προς τις εκπαιδευτικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν απ’όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έκτοτε. Τόσο, λοιπόν, οι μνημονιακές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ των προηγούμενων, αντιμετώπισαν τους μαθητές ως το “πειραματόζωο” για το νέο μοντέλο υποταγμένου και ευέλικτου εργαζομένου (ευέλικτου τόσο χωρικά στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και εντός του ίδιου αντικειμένου εργασίας του). Ο αυταρχισμός, η εντατικοποίηση, η υιοθέτηση του ακαδημαϊκού τύπου διδασκαλίας ως παιδαγωγικό μοντέλο, η αυστηροποίηση και η αντικατάσταση των δημοκρατικών διαδικασιών λήψης αποφάσεων με το μοντέλο διευθυντή-μάνατζερ, αποτελούν λίγες μόνο όψεις των πολιτικών αυτών επιλογών. Παράλληλα, ο κοινωνικός χώρος του σχολείου όντας άρρηκτα συνδεδεμένος με τον κοινωνικό χώρο της “γειτονιάς” αντικατοπτρίζει σε μεγέθυνση τα αποτελέσματα των αλλαγών στην κοινωνική και οικονομική κατάσταση της χώρας. Η διείδυση του φασισμού στα σχολεία, οι σχολικές διαρροές και η παρουσία για πρώτη φορά μαθητών που αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης, είναι λίγα μόνο παραδείγματα αυτής της διαδικασίας.

Φοιτητικό κίνημα:

Από την σφαίρα του νομοθετικού πεπραγμένου αλλά και από τις διακηρύξεις στο δημόσιου διαλόγου, με αφορμή τη συνταγματική αναθεώρηση, διεξάγεται ακόμη μία επίθεση στη δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση.

Η κατάργηση του ασύλου αφενός προϊδεάζει για τις μεθόδους ακραίας καταστολής με τις οποίες η κυβέρνηση προτίθεται να απαντήσει στα αγωνιστικά αιτήματα των φοιτητικών συλλόγων, αφετέρου συμβολίζει μια ευρύτερη επίθεση σε δημοκρατικά κεκτημένα δεκαετιών. Η  συζήτηση για το Άρθρο 16 αποτελεί κομβικό σημείο που ιεραρχείται ως κυρίαρχη πολιτική κατεύθυνση της ΝΔ για το Πανεπιστήμιο . Το αφήγημα της αναθεώρησης στηρίζεται στην υποχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, προβάλλοντας την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης ως τη μόνη βιώσιμη λύση απέναντι στην έλλειψη πόρων. Βασικό επιχείρημα είναι ότι με την εισαγωγή διδάκτρων και ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων η δημόσια εκπαίδευση θα γίνει πιο ανταγωνιστική. Ένα τέτοιο επιχείρημα όμως είναι κενό περιεχομένου, αφενός γιατί όποτε έχει προταθεί η ιδιωτικοποίηση κάποιου τομέα (βλ. σχολεία και νοσοκομεία) δεν συνεπάγεται η ανταγωνιστικότητα του και αφετέρου γιατί η εδραίωση ενός ιδιωτικού ιδρύματος, και άρα η ανταγωνιστικότητα του σε σχέση με τα δημόσια και ήδη εδραιωμένα, είναι μία διαδικασία που παίρνει καιρό. Παράλληλα, η μείωση των εισακτέων στα δημόσια πανεπιστήμια σε συνδυασμό με τα παραπάνω, στοχεύει στη δημιουργία τις νέας πελατείας για τα ιδιωτικά Πανεπιστήμια.

Η επίθεση στον δημόσιο και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, όπως αυτή διεξαγόταν τα προηγούμενα χρόνια, γίνεται κάθε χρόνο όλο και πιο έντονη και πλέον θεσμοθετείται. Η θέσπιση του ν. Γαβρόγλου από την προηγούμενη κυβέρνηση σε συνδυασμό με τις συγχωνεύσεις των τριτοβάθμιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων  δρομολογούν την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της παιδείας. Κάτι τέτοιο συμβαίνει καθώς, παράλληλα με την απόσυρση του κρατικού προϋπολογισμού από την χρηματοδότηση των ΑΕΙ συστήνονται δομές εύρεσης ιδιωτικών κεφαλαίων για την λειτουργία τους . Ένας εκ των βασικών στόχων αποτελεί η μετατροπή των πανεπιστήμιων σε διαμεσολαβητή δημόσιου και ιδιωτικού τομέα , που θα έχει ως ρόλο την δημιουργία ερευνητικών δομών σε ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κατεύθυνση αυτή, ενισχύεται ακόμη περισσότερο με την νέα κυβέρνηση , διότι οι επικείμενες μεταρρυθμίσεις συντελούνται υπό το πρίσμα του μακροπρόθεσμου εθνικού σχεδιασμού της οικονομίας,  ο οποίος στο πυρήνα της λογικής του  ενσωματώνει τους νεοφιλελεύθερους σχεδιασμούς της ΕΕ (εκκίνηση αυτής της κατεύθυνσης αποτέλεσε η μεταφορά της Γενικής Γραμματείας Έρευνας και Τενχολογίας από το Υπουργείο Παιδείας στο Ανάπτυξης). Παράλληλα οι αναδιαρθρώσεις στα προγράμματα σπουδών με όρους οικονομικής ανταποδοτικότητας και η συζήτηση για το άρθρο 16, επηρεάζουν το σύνολο των Ιδρυμάτων και μία σειρά από σχολές με κοινά γνωστικά αντικείμενα. Όπως είναι αναμενόμενο, η υποχρηματοδότηση, που έχουν επιφέρει οι  νεοφιλελεύθεροι και οι μνημονικοί προϋπολογισμοί στα Ιδρύματα, έχει πολλαπλά επακόλουθα στη λειτουργία των σχολών και στη φοιτητική καθημερινότητα, διευρύνοντας κατά αυτόν τον τρόπο τους ταξικούς φραγμούς στην παιδεία.

Την περίοδο που διανύουμε το το φοιτητικό κίνημα βρίσκεται σε μια παρατεταμένη ύφεση, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη κινητικότητα στους φοιτητικούς συλλόγους, αδυναμία σύγκλησης Γενικών Συνελεύσεων και έλλειψη σοβαρών κινητοποιήσεων από μέρους του φοιτητικού κινήματος. Αυτή η κατάσταση οφείλεται κατά βάση σε αντικειμενικά αίτια, όπως είναι ταχεία διάλυση του δημοσίου πανεπιστημίου σε συνδυασμό με την εντατικοποίηση των σπουδών, την γενικότερη αβεβαιότητα για το μέλλον, την κυριαρχία της επισφάλειας, την δραματική αύξηση της ανεργίας, που δημιουργούν πολλές διαφορετικές αποχρώσεις στη σπουδάζουσα νεολαία. Επίσης μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την απαξίωση των συλλογικών διαδικασιών, φέρουν οι καθεστωτικές παρατάξεις μέσα από μια σειρά πραχτικές, οι οποίες εξυπηρετούν πελατειακού τύπου σχέσεις μεταξύ των φοιτητών και των διοικήσεων, και καλλιεργούν την αποπολιτικοποίηση του διαλόγου εντός των συλλόγων. Σίγουρα η αδυναμία της φοιτητικής αριστεράς να συγκρουστεί με αυτές τις λογικές και να περιγράψει ένα ηγεμονικό πολιτικό –πολιτιστικό αντιπρόταγμα εντός των συλλόγων δεν βοήθησε στην ανάταξη της κρισιακής αυτής κατάστασης.

Οι προκλήσεις και τα καθήκοντα του φοιτητικού κινηματος για την επόμενη περίοδο σίγουρα βρίσκονται σε αναβαθμισμένο επιπέδο. Οφείλουμε να σταθούμε και να επεξεργαστούμε την υπάρχουσα κατάσταση εντός των συλλόγων όσον αφορά τόσο το ζήτημα της απαξίωσης των συλλογικών διαδικασιών, όσο και την νέα καθημερινότητα που χαρακτηρίζει τον φοιτητή γύρω από την ίδια την ζωή του. Στην παρούσα φάση φαίνεται ο φοιτητής παράλληλα με στοιχεία έντονης ιδεολογικής πειθάρχησης όσον αφορά την καθημερινότητα του στην σχολή, να ωθείται για λόγους οικονομικούς στο να εργάζεται παράλληλα με τις σπουδές του. Αυτό διαμορφώνει ένα πολύ περιορισμένο πεδίο για τον ίδιο στο να σκεφτεί για την δράση του και να συμμετέχει σε συλλογικές μορφές διεκδίκησης. Η ανάταξη της συγκεκριμένης προβληματικής οφείλει να μας απασχολήσει παράλληλα με την  συγκεκριμένη πολιτική δουλειά,  όπως το να συνδέσουμε τη δουλειά σχετικά με την υποχρηματοδότηση, τα προγράμματα σπουδών, την εργασιακή προοπτική και το συνολικότερο πλαίσιο πάλης με την ρηξιακή κατεύθυνση που θέτουμε για τα ζητήματα του παραγωγικού μετασχηματισμού. Μια δουλειά που θα συνδέει την πάλη για να αλλάξουμε το Πανεπιστήμιο του σήμερα με την τοποθέτηση μας στρατηγικά για το ίδιο το ζήτημα της εκπαίδευσης στην κατεύθυνση του κοινωνικού μετασχηματισμού.

Πέραν όμως από τα ζητήματα που αφορούν το πλαίσιο πάλης και την επανεμφάνιση του φοιτητικού κινήματος, στην πανεπιστημιακή κοινότητα οφείλει η ελληνική αριστερά να συνυπάρχει, να συντονίζεται, να αγωνίζεται και ουσιαστικά να μετατρέπεται σε ένα ζωντανό κοινωνικό χώρο συνδεδεμένο οργανικά με τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το σύνολο της κοινωνίας. Σε αυτήν την κατεύθυνση στο να εμπνεύσουμε τους φοιτητές/ριες να συμμετέχουν στην ζωή της κοινωνικής κίνησης των σχολών, χρειάζεται να προκληθούν κάποιες ποιοτικές υπερβάσεις και στην ίδια την πολιτική γεωγραφία  εντός των σχολών. Πρέπει δηλαδή να μην αρκούμαστε στο να επιτυγχάνεται μια απλή συνεννόηση σε κοινά πλαίσια αγώνα γύρω από συγκεκριμένα επίδικα, αλλά να επιδιώκεται και μια κοινή συμπόρευση, η οποία θα αποτυπώνεται με το να ορίσουμε νέα προτάγματα προς την προοπτική συντονισμού των αριστερών σχημάτων με όρους κοινών συνελεύσεων -συνεδριάσεων που θα υπερβαίνουν τη λογική της απλής συγκόλλησης δυνάμεων αλλά θα αποτελούν το πλατύ και ανοιχτό κάλεσμα εκείνο που θα κινητοποιεί το σύνολο της φοιτητικής κοινότητας. Χρειάζεται επί της ουσίας να στοχαστούμε και να πράξουμε πάνω στην διαδικασία δημιουργίας μιας νέας ριζοσπαστικής ποιότητας στους κόλπους της φοιτητικής αριστεράς, κοιτώντας στις υπάρχουσες συσσωρεύσεις και αντιλαμβανόμενοι τις μέχρι τώρα αδυναμίες και ανεπάρκειες. Έτσι η υπέρβαση των υπαρχουσών μορφών της φοιτητικής αριστεράς και η πλατιά συσπείρωση της αποτελεί κρίσιμο στοίχημα του επόμενου διαστήματος. Η οριοθέτηση από την συνδιαχείρηση, αλλά και την έγκληση στην ταυτοτική στράτευση αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις προς αυτήν την κατεύθυνση.

Εδραίωση των νεοφιλελεύθερων επιταγών στην εργασία

Τα τελευταία χρόνια επιχειρείται η αλλαγή του εργασιακού μοντέλου, με το κύριο βάρος να δίνεται στην επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης με στόχο την σταδιακή επικράτηση τους ως καθολικό μοντέλο απασχόλησης. Το αίτημα για ευελιξία στην αγορά εργασίας, στην Ελλάδα, προβάλλεται ως πολιτικό αίτημα των μηχανισμών της ΕΕ και του εγχώριου κεφαλαίου ως επιλογή με στόχο τον επαναπροσδιορισμό της σχέσης εργασίας-κεφαλαίου προς όφελος του δεύτερου, παρουσιάζεται δε  ως “αντικειμενική” ανάγκη του συστήματος, το αναπτυξιακό νομοσχέδιο της ΝΔ είναι το επιστέγασμα αυτής της προσπάθεια εισάγοντας την μερική απασχόληση και στο δημόσιο τομέα. Οι μνημονιακές πρακτικές που ακολουθήθηκαν κατά την διάρκεια των τελευταίων χρόνων, πρόκριναν την ευελιξία και θεσμοποίησαν την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας προς όφελος του κεφαλαίου. Η εξάπλωσή των ευέλικτων μορφών εργασίας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ανάγκη των μεγάλων κυρίως επιχειρήσεων να αυξήσουν το ποσοστό κέρδους μειώνοντας το κόστος εργασίας σε μία περίοδο που χαρακτηρίζεται από οικονομική κρίση και ύφεση.

Από τις κατευθύνσεις της ΕΕ γίνεται σαφές ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και η επέκταση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης, με κυριότερες αυτή της μερικής απασχόλησης, της ανακύκλωσης της ανεργίας , αλλά και την υποβάθμιση της εκπαίδευσης προς όφελος της δια βίου εκπαίδευσής-κατάρτισης , αποτελούν για την Commission ένα από τα κυριότερα μέτρα καταπολέμησης της μακροχρόνιας ανεργίας. Οι προτεραιότητες της ΕΕ και των δανειστών, όπως ξεκάθαρα διαγράφονται μέσα από τα κείμενα τους αναφέρονται περισσότερο σε μια γενικευμένη εφαρμογή της μερικής απασχόλησης και της κυκλικής σύντομης απασχόλησης(απασχόληση –επανεξειδίκευση- απασχόληση) σε διαφορετικά αντικείμενα ως  πρότυπο μοντέλο, ανάγοντας τα σε γενικευμένο μοντέλο των νέων εργασιακών σχέσεων.

Ένα συνεχώς διερευνώμενο κομμάτι εργαζομένων δημιουργείται εμπεριέχοντας στο σύνολο του, τους νέους με βασικά χαρακτηριστικά την ανασφάλεια, την απασχόληση, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, τις απαράδεκτες συνθήκες και όρους εργασίας, την παράνομη εργασία , την υπερ-εντατικοποίηση της εργασίας , την μαθητεία.

Κεντρικό αίτημα μας δεν είναι μόνο η μείωση της ανεργίας αλλά και η οριστική εξάλειψη ελαστικών θέσεων εργασίας η κατάργηση του θεσμού της μαθητείας και ο μετασχηματισμός του μοντέλου απασχόλησης στην κατεύθυνση της πλήρους απασχόλησης του 7ωρου, 35ωρου με πλήρεις αποδοχές, την αύξηση του βασικού μισθού ώστε να καλύπτει την πληθώρα των αναγκών στην σημερινή κοινωνία  για μια ζωή με αξιοπρέπεια.

Οι αρνητικές αυτές συνέπειες διογκώνονται ακόμη περισσότερο σε σχέση με την εργασία των νέων. Η πλειοψηφία των νέων εργαζόμενων απασχολείται σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Οι χιλιάδες των νέων που εργάζονται σήμερα στον επισιτισμό-τουρισμό, εταιρίες παροχής υπηρεσιών (courier κλπ.) όπως και ο κόσμος των stage-voucher – κοινωφελούς εργασίας-ΟΑΕΔ που εργάζονται κυκλικά πολλοί νέοι επισφαλείς – άνεργοι δεν απολαμβάνουν κανένα εργασιακό δικαίωμα.  Η συντριπτική πλειοψηφία εργάζεται χωρίς ασφάλιση, σε συνθήκες εργασίας που εξαρτώνται από την  θέληση του εργοδότη, ενώ το ύψος των αμοιβών είναι κατά κανόνα χαμηλότερο του νόμιμου χαμηλού κατώτατου ορίου. Η κυνική εκμετάλλευση των νέων εργαζομένων δεν γνωρίζει όρια, ενώ παράλληλα αυξάνεται και η παιδική εργασία. Οι διακρίσεις τέλος στους χώρους εργασίας και η προσβολή της προσωπικότητας και της αξιοπρέπειας των εργαζομένων αποτελούν θέματα της ημερήσιας διάταξης.

Η κυρίαρχη τώρα πια μορφή ευελιξίας είναι ο δανεισμός εργαζομένων που τώρα συμβάλει και ο ΟΑΕΔ με τα νέα του προγράμματα, οι οποίοι δε μπορούν να γίνουν μέλη του επιχειρησιακού σωματείου κι έχουν σαφώς δυσμενέστερες συνθήκες εργασίας από το υπόλοιπο προσωπικό της επιχείρησης. Το φαινόμενο αυτό ως μορφή ευελιξίας συμπιέζει ακόμη περισσότερο το κόστος εργασίας προς όφελος των επιχειρήσεων και του κράτους, ενώ παράλληλα περιορίζει τα εργασιακά δικαιώματα αποκλείοντας τη δυνατότητα συνδικαλιστικής έκφρασης για την πλειοψηφία πια των νέων εργαζομένων.

Από την άλλη οι πολιτικές ενίσχυσης της απασχόλησης των νέων, εκτός του ότι αποτυγχάνουν παντελώς στην αντιμετώπιση του προβλήματος, κινούνται περισσότερο στην κατεύθυνση περαιτέρω ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας, παρά στην αύξηση των θέσεων πλήρους απασχόλησης, μόνιμης και σταθερής εργασίας. Η πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας για νέους αποτελείται από θέσεις εκ περιτροπής απασχόλησης με μειωμένες αποδοχές και εργασιακά δικαιώματα.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι νέοι  απαιτούν από εμάς πρωτοβουλίες με μετωπικά χαρακτηριστικά και με πραγματικές διαδικασίες. Εντός αυτών των πρωτοβουλιών η δουλειά τεκμηρίωσης είναι απαραίτητη. Από μόνη της όμως η τεκμηρίωση και η αποσπασματική δράση πάνω σε ένα ζήτημα δεν μπορεί να παράξει αποτελέσματα στην κοινωνική κίνηση.

Στόχος ένα πολιτικό σχέδιο ικανό να πείσει και να νικήσει μετά την ήττα

Το νέο περιβάλλον και μετά τις εκλογές περιγράφεται ως εξής:

  • Σταθεροποίηση του δικομματισμού και ταυτόχρονος κατακερματισμός ψήφων και δυνάμεων σε όλο το πολιτικό φάσμα. Στα χρόνια πριν το μνημόνιο είχαμε ζήσει το μεν, στα χρόνια του μνημονίου το δε. Πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο φαινόμενο, που δείχνει πως το πολιτικό σύστημα έχει αναταχθεί για τα καλά και έχει προετοιμάσει και πυλώνες και θύλακες υποδοχής.
  • Τεράστια αποχή, της τάξης περίπου του 50% της ελληνικής κοινωνίας
  • Άνοδος της συντηρητικοποίησης και σταθεροποίηση ακροδεξιού πυλώνα, ο οποίος επιτρέπει τεράστια περιθώρια αναδιάταξης τα επόμενα χρόνια, προς όφελος της σταθερότητας του συστήματος. Όσο κι αν είναι ευχάριστα νέα η εκλογική μείωση της Χρυσής Αυγής, άλλο τόσο προκαλεί προβληματισμό ότι περίπου το ίδιο τμήμα του εκλογικού σώματος έλκεται από αυτή την τάση, ακόμα κι αν «φορέσει γραβάτα», δεν επιδίδεται σε «εντυπωσιακούς» φασιστικούς ακτιβισμούς και αντικαθιστά την σβάστικα με τις χειρόγραφες και αυθεντικές επιστολές του Ιησού
  • Κατακερματισμός εργαζομένων και ταυτόχρονη υποβάθμιση της Ελλάδας στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ως αποτέλεσμα, έχει μεταβληθεί δραστικά η δομή της εργασίας στη χώρα, με την εργατική τάξη να αποτελείται όλο και περισσότερο από άνεργους, αδήλωτους, συμβασιούχους, ελεύθερους επαγγελματίες, επιδοματούχους και πρόσκαιρα εργαζόμενους, μερικής ή εκ περιτροπής εργασίας παρά από μισθωτούς εργαζόμενους του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα με νόμιμη, σταθερή, πλήρη απασχόληση. Ως δεύτερο αποτέλεσμα, η απομάκρυνση από οποιαδήποτε μορφή συνδικαλισμού, λόγω της απουσίας συλλογικών συμβάσεων, σωματείων, αλλά και της συνεπακόλουθης αποϊδεολογικοποίησης των εργαζόμενων, οδηγεί σε τεράστιες δυσκολίες ανάταξης και προετοιμασίας του συνδικαλιστικού κινήματος ενόψει των επόμενων μηνών.
  • Η οικονομική πίεση στα παραγωγικότερα τμήματα της κοινωνίας, μέσω της άμεσης και έμμεσης φορολογίας. Προκειμένου να στηριχθούν τα ακραία φτωχοποιημένα στρώματα της κοινωνίας (μέχρι εδώ καλά), η επιδοματική – και όχι αναδιανεμητική ή αναπτυξιακή – πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ στηρίχθηκε σχηματικά σε όσους αμείβονται 700-2000€ το μήνα αλλά μόνο σε αυτούς.
  • Πολιτικό κενό, τουλάχιστον της τάξης του 10% ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στην Αριστερά, το οποίο επιχειρούν να οικειοποιηθούν, έστω μερικώς, σχήματα όπως το «Μέρα25» και η «Πλεύση Ελευθερίας», αλλά δημιουργεί πραγματικό χώρο για τη δημιουργία ενός τρίτου πόλου – ενός φορέα της ριζοσπαστικής Αριστεράς.

Η παρέμβαση της Αριστεράς στους χώρους που ζει και εργάζεται η νεολαία αποτελεί ζωτικής σημασίας ζήτημα. Η ριζοσπαστικοποίηση αυτής της κοινωνικής κατηγορίας ιστορικά έχει δημιουργήσει ευκαιρίες ρήξης με το καπιταλιστικό σύστημα, ταυτόχρονα όμως, αυτή τη στιγμή θα πρέπει να αποτελεί βασική προϋπόθεση ώστε οι ερχόμενες γενιές να μπορέσουν να ζήσουν με αξιοπρέπεια, οικοδομώντας τον καινούριο κόσμο που πασχίζει να γεννηθεί.

Σύντομα Συμπεράσματα

Αντιλαμβανόμαστε, επομένως, μία κατάσταση στην οποία η νεολαία δεν εμπιστεύεται πλεόν πως η συλλογική διεκδίκηση είναι αυτή που θα μπορέσει να της δώσει μία καλύτερη προοπτική ζωής. Παρόλα αυτά, φαίνεται πως σήμερα η μεταστροφή αυτής της τάσης αποτελεί τη μόνη βιώσιμη έξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα καταπίεσης. Αναγνωρίζουμε πως η κουλτούρα που φέρει και καλλιεργεί η Αριστερά, μπορεί να γίνει νικηφόρα και να φέρει κοντά κοινά συμφέροντα, ακριβώς επειδή είναι συμμετοχική και αντιλαμβάνεται πως μέσα από τη σύνδεση μας με τους υπολοίπους της τάξης μας, όχι απλά μπορούμε να διεκδικήσουμε μία καλύτερη ζωή αλλά να δημιουργήσουμε μία κοινωνία ενεργών υποκειμένων, στο σήμερα, ικανή να σκέφτεται και να δρα. Σήμερα όσο ποτέ, χρειάζεται να δημιουργήσουμε εκείνο το “συλλογικό διανοούμενο” της νέας γενιάς, που θα καλλιεργεί την εμπειρία και θα βάζει σε εφαρμογή τα εργαλεία της συσπείρωσης, του αγώνα και της νίκης.

Σήμερα, έχοντας χάσει αρκετούς από τους παραδοσιακούς χώρους που εργάζεται και ζει συλλογικά η νεολαία, καταλήγουμε εύκολα στο συμπέρασμα πως τα εργαλεία παρέμβασης μας δεν είναι πλέον αρκετά ή δεν συμβαδίζουν με τις νέες συνθήκες. Παρόλα αυτά αξίζει να αναγνωρίσουμε προς το προήγουμενο διάστημα, είτε στο χώρο του Αριστερού Ρεύματος είτε στο χώρο της ΛΑΕ, δεν βάλαμε σε εφαρμογή ούτε τους παραδοσιακούς τρόπους παρέμβασης, ούτε επεξεργαστήκαμε αποτελεσματικά τυχόν νέους. Η μικρή μας δύναμη προφανώς και αποτελεί ένα αίτιο, όχι όμως το μοναδικό, εφόσον δεν υπήρχε συντεταγμένη οργάνωση για την παρέμβαση μας είτε στους χώρους της εκπαίδευσης, είτε στους επισφαλείς χώρους εργασίας της νέα γενιάς, είτε στους πολιτιστικούς χώρους που βρίσκεται η νεολαία. Φυσικά, πέρα απ’ αυτά πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η πολιτική μας ζύμωση σε πολλές περιπτώσεις ήταν ανεπαρκής τόσο μεταξύ των μελών μας, όσο και προς τα έξω. Βρισκόμασταν να τρέχουμε πίσω από εξελίξεις και να τοποθετούμαστε επ’ αυτών σε σημεία, σε μία προσπάθεια να ορίσουμε την πολιτική μας γραμμή ως οργάνωση, χωρίς να παράγουμε συλλογικά πολιτικό λόγο που θα διαπερνούσε το σύνολο των μελών μας, και άρα θα μπορούσε να επικοινωνηθεί και προς τα έξω.

Μέτωπο νεολαίας ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό

Μπροστά στον νέο γύρο επιθετικών μέτρων λιτότητας η αναμέτρηση του κόσμου της εργασίας, των κοινωνικά αποκλεισμένων και της νεολαίας, συνεπάγεται μια πρόκληση για την ανασυγκρότηση του κινήματος και την αποκατάσταση της χαμένης εμπιστοσύνης των ανθρώπων, ώστε να συμμετέχουν στα κινήματα και να κερδίζουν. Αυτό δεν μπορεί να σημαίνει γενικόλογες εκκλήσεις για αντίσταση και αγώνα, αλλά συγκρότηση των ίδιων των συλλογικών μορφών που μπορούν να εκφράσουν την οργή, σημαίνει συλλογική πάλη και διεκδίκηση. Θα πρέπει να μιλήσουμε για συντονισμό και οργάνωση μιας νέας αριστεράς που θα έχει στρατηγικό βάθος, που θα κάνει την αναγκαία  αυτοκριτική της και θα προσπαθήσει να αναγνώσει τη νέα συγκυρία με σκοπό να οξύνει τον ταξικό ανταγωνισμό, θα την καθιστά κύριο εκφραστή των εξελίξεων και δύναμη που παράγει αντι-ηγεμονικό σχέδιο.

Χρειάζεται με άλλα λόγια να υπάρχει ένας χώρος ο οποίος θα υποδέχεται και θα συνολικοποιεί την κοινωνική ισχύ, ο οποίος θα επινοήσει νέες μορφές συλλογικής δράσης και συντονισμού. Αν δεν υπάρξει αυτή η προοπτική, ούτε η αντίσταση στους πλειστηριασμούς θα οργανωθεί, ούτε η ανυπακοή στα νέα χαράτσια θα ξεδιπλωθεί, ούτε θα εμποδιστεί η εφαρμογή των ασφαλιστικών απορρυθμίσεων, ούτε το εργατικό κίνημα θα βρεθεί σε θέση να αντιμετωπίσει την επισφάλεια και την ανεργία, ούτε και η νεολαία θα μπορεί να εμπνευστεί για να δράσει.

Τι οργάνωση της αριστεράς χρειάζεται στην νεολαία.

Αποτελεί, επομένως καθήκον, το ερχόμενο διάστημα, μία συνολικότερη πολιτική και ιδεολογική ανάλυση για τη νεολαία, που θα καταλήγει σε ένα σχέδιο οργανωμένης δράσης, σεβαστό και εφαρμόσιμο από το σύνολο των μελών μας. Με συντονισμό, με βάθεμα της συζήτησης, αλλά κυρίως με μεταστροφή της δράσης και της παρατήρησης μας προς τα έξω, παρά προς τα μέσα. Η ιδεολογική και πολιτική σύγχυση της προηγούμενης περιόδου, θα πρέπει να μας δώσει το έναυσμα να συζητήσουμε για το πολιτικό ρεύμα που θέλουμε να εκφράσουμε, ποιες επιρροές θα πρέπει ή δε θα πρέπει να έχει από τις σύγχρονες αντιλήψεις που υπάρχουν για την Αριστερά, γιατί και πώς οροθετείται βάσει αυτών και σε ποια κατεύθυνση, σε μία σειρά από ζητήματα που ανοίγονται σήμερα είτε αυτό είναι η αντίθεση και η σύνδεση του πατριωτισμού με το διεθνισμό, είτε οι μεταμοντέρνες πολιτικές των ταυτοτήτων κ.οκ. .

Εδώ θα αναφερθούμε σε μερικά σημεία διατυπώνοντας νύξεις και κατευθύνσεις περισσότερο, παρά καταληκτικές απαντήσεις, οι οποίες όμως διαμορφώνουν μία γενικότερη φυσιογνωμία και συγκροτούν ένα ιδιαίτερο τρόπο προσέγγισης των ζητημάτων που πρέπει να διέπουν την οργάνωσή μας.

Χρειάζεται να αντλεί τον πυρήνα των αναλυτικών της εργαλείων από την μαρξική/μαρξιστική σκέψη και θεωρία. Η προσέγγιση και ανάγνωση της πραγματικότητας γίνεται από ταξική, διεθνιστική, μαρξική σκοπιά, διαμορφώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο μία πρώτη βάση επεξεργασίας και ανάλυσης. Δεν αντιμετωπίζουμε όμως την μαρξιστική παράδοση ως αλάνθαστο θέσφατο, αλλά αντίθετα αντλούμε θεωρητική υποστήριξη και πολιτικά συμπεράσματα από το σύνολο των απολήξεων της μαρξικής-μαρξιστικής σκέψης. Συμβολικά και ενδεικτικά περιγράφεται από τις διαδρομές της σκέψης των Λένιν, Ρόζας Λούξεμπουργκ, Γκράμσι, Αλτουσέρ, Πουλαντζά κλπ. Ωστόσο διατηρούμε αμείωτη την κριτική προσέγγισή μας σε όλα τα ρεύματα και σε καμία περίπτωση δεν παγιώνουμε αναλύσεις και θεωρητικές παραδόσεις.

Θα πρέπει να δώσουμε τις απαντήσεις μέσω ενός πολιτικού σχεδίου που θα εμπνέει τη νεολαία να ξεφύγει από την απομόνωση και την εξατομίκευση, θα υπερτονίζει τα αδιέξοδα που φέρνει την ίδια τη νέα γενιά αυτή η λούπα του ατομικού δρόμου, θα οικοδομεί τις σχέσεις που οραματίζεται για την υπερπήδηση αυτού του πλαισίου, θα οργανώνει, θα συμμετέχει και θα παρεμβαίνει καθημερινά, από τα πιο μικρά ζητήματα της καθημερινότητας μέχρι τα πιο μεγάλα μέτωπα που αντιμετωπίζει και θα συνδέει την αντιμετώπιση τους

Η επόμενη μέρα χρειάζεται μια  οργάνωση της  Αριστεράς η οποία:

  • Θα επικεντρώνεται και θα προσπαθεί να απευθυνθεί πρωτίστως στη νέα εργατική τάξη, όλους και όλες που η νέα μεταμνημονιακή κανονικότητα τους εγγυάται μια ζωή σε μερική φτώχεια.
  • Θα αντιλαμβάνεται πως η ριζική αλλαγή των συσχετισμών περνά αναγκαστικά μέσα από ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας, εξού και δεν υπάρχει άλλος δρόμος πέρα από τη ρήξη με την ευρωζώνη, την ΕΕ και το ΝΑΤΟ.
  • Θα συμβάλλει καθοριστικά για την συγκρότηση ενός μεταβατικού προγράμματος που θα εγγυάται την ριζοσπαστική αναδιανομή του πλούτου υπέρ των πλέον πληττόμενων παραγωγικών δυνάμεων σε συνθήκες λαϊκής κυριαρχίας.
  • Θα συμβάλει στην οικοδόμηση και ενίσχυση συνδικαλιστικών και αυτοδιοικητικών σχημάτων με πλατύ, δημοκρατικό και μαχητικό χαρακτήρα. Σχήματα με δική τους ζωή και σοβαρή γείωση στον κοινωνικό τους χώρο.
  • Θα μπορεί να συσπειρώνει τον κόσμο της Αριστεράς: όσους και όσες άντεξαν μέχρι το τέλος της τετραετίας να δώσουν μέχρι τέλους μια ανέλπιστη μάχη, όσους και όσες απογοητεύτηκαν και άφησαν την οργανωμένη πάλη, τις συλλογικότητες «από τα κάτω» που η σχέση τους με την Αριστερά έχει χαλαρώσει, ενώ ταυτόχρονα θα μπορεί να απευθύνεται ουσιαστικά και όχι διακηρυκτικά σε όλους εκείνους και εκείνες που θέλει να κινητοποιήσει, οι οποίοι/ες δεν είναι κατ’ ανάγκη αριστεροί/ες.
  • Θα προτάσσει την ενότητα της Αριστεράς, επικεντρώνοντας σε αυτά που ενώνουν μακριά από σεχταριστικές λογικές. Ταυτόχρονα, θα προωθεί την ενότητα με κανόνες ώστε η τελευταία να μην επιλέγεται αλά καρτ.
  • Θα δίνει χώρο σε νέα πρόσωπα και θα αξιοποιεί την εμπειρία των παλαιότερων αγωνιστών και αγωνιστριών.

Ενότητα της Αριστεράς – Χώρος Διαλόγου της Αριστεράς

Στις συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, ένας αριστερός σχηματισμός με μετωπικά ή ενωτικά χαρακτηριστικά είναι πιθανότερο να μπορεί να αγωνιστεί για τα παραπάνω επίδικα με μαζικούς όρους. Επειδή, όμως, έχουν υπάρξει στο παρελθόν μέτωπα που συμπύκνωναν μη προωθητικές λογικές, χρειάζεται η συζήτηση της επόμενης μέρας να λάβει υπόψη τα κακώς κείμενα, ώστε να τα θεραπεύσει ή αν χρειαστεί, να τα υπερβεί.

Το Αριστερό Ρεύμα θα πρέπει την επόμενη περίοδο να αναλάβει πρωτοβουλίες και να έρθει ενεργά σε επαφή με όλες τις οργανώσεις της Αριστεράς για να συζητήσει διεξοδικά την δημιουργία ενός μαζικού φόρουμ διαλόγου της Αριστεράς με δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα της νέας γενιάς αλλά και στην δημιουργία μια μετωπικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση της επίθεσης που οργανώνεται σε βάρος των εργαζομένων.

Ο κατακερματισμός και η πολυδιάσπαση της αριστεράς και των συνδικαλιστικών μορφωμάτων της στους χώρους της νεολαίας, αναπαρήγαγε τον κατακερματισμό που οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις και οι μηχανισμοί του κράτους προωθούν εντός της ίδιας της νεολαίας. Η υπέρβαση αυτής της πολυδιάσπασης οφείλει να είναι πρώτιστο καθήκον , για να επιτευχθεί η συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που θα ανασυγκροτούν κινηματικές και συνδικαλιστικές πρακτικές, ώστε να μην καταλήξει η ΤΙΝΑ να αποτελεί κοινό τόπο για τη γενιά μας. Όμως αυτό δεν σημαίνει ούτε μια γενικόλογη επίκληση στην «ενότητα», ούτε επιστροφή στις χρεωκοπημένες λογικές των παρατάξεων-ιμάντων μεταβίβασης της γραμμής του «κόμματος». Πρέπει να κινείται σε αγωνιστική κατεύθυνση, προσπαθώντας να συμπεριλάβει ρεύματα, τάσεις και αγωνιστές από διαφορετικούς χώρους, με διαφορετικές παραδόσεις και καταβολές, αφήνοντας χώρο στην πρωτοβουλία του κόσμου της νεολαίας, ώστε να βρίσκεται σε άμεση ανάδραση μαζί της, αλλά και να τροφοδοτεί πρωτότυπες μορφές παρέμβασης, συσπείρωσης και αγώνα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, η επεξεργασία από πλευράς των δυνάμεων Α.Ρ. στη νεολαία, μιας πολιτικής κατεύθυνσης που θα κινείται στους παραπάνω άξονες και θα προσπαθεί να εξειδικεύει ανάλογα με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του εκάστοτε κοινωνικού χώρου, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση. Ακόμα περισσότερο, η συσπείρωση νεολαίων της ΛΑΕ, με διαφορετικές καταβολές και αναπαραστάσεις, οφείλει να αποτελέσει τη μαγιά για την υπέρβαση και της συνδικαλιστικής πολυδιάσπασης, λειτουργώντας ως αντιπαράδειγμα και τροχιοδεικτική βολή για το μπόλιασμα των αντισυστημικών διαθέσεων της νεολαίας, αλλά και ως κυματοθραύστης στην απογοήτευση και τη μοιρολατρία, ώστε η νεολαία να ξαναβγεί στους δρόμους και να αποτελέσει μια μαζική κοινωνική δύναμη σε κίνηση και αντιπαράθεση με το μνημονιακό καθεστώς.

Αναγνωρίζουμε ότι τέτοιου είδους διαδικασίες, ανασυγκρότησης και ανασύνθεσης, αν θέλουμε να είναι ουσιαστικές και αποτελεσματικές, θα είναι μακροπρόθεσμες και δεν μπορούν να γίνουν βεβιασμένα. Ωστόσο, όπως ειπώθηκε και προηγουμένως, οι επιθέσεις στην τάξη μας θα είναι άμεσες και σκληρές και δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητες. Για αυτόν τον λόγο, πιστεύουμε ότι θα πρέπει η συζήτηση για την επόμενη μέρα στην Αριστερά να ανοίξει παράλληλα με ενωτικές πρωτοβουλίες και κινήσεις στους διάφορους κοινωνικούς χώρους. Η Αριστερά δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αφήσει αναπάντητες τις όποιες επιθέσεις θα έρθουν.

Τομέας Νεολαίας Αριστερού Ρεύματος

Για τους παραπάνω λόγους, όσον αφορά την οργάνωση της παρέμβασης της νεολαίας σε επίπεδο Αριστερού Ρεύματος, στο στάδιο ανασυγκρότησης που βρισκόμαστε, προτείνουμε την λειτουργία ενός διακριτού Τομέα Νεολαίας ΑΡ, με ευθύνη την παραγωγή πολιτικού σχεδιασμού και δράσης για τη νεολαία, από κοινού και σε συντονισμό με τα υπόλοιπα όργανα.

Για να δώσουμε όμως μία πραγματική λύση στα παραπάνω ζητήματα και για να συμβάλλουμε στη ριζοσπαστικοποίηση της νέας γενιάς και των επόμενων, αναγνωρίζουμε πως θα πρέπει να βρεθούμε με όλα τα μαχόμενα κομμάτια της Αριστεράς και να παλεύουμε για την ενιαία δράση και οργάνωση της Αριστεράς, τόσο σε ειδικό αλλά και στο κεντρικό επίπεδο, όσο και για την δημιουργία και οργάνωση της νέα γενιάς αγωνιστών και αγωνιστριών.

Θα πρέπει να υπάρξουμε στους αγώνες ενάντια στον κύκλο της ανεργίας και της επισφάλειας, ενάντια στο φασισμό και το ρατσισμό, στους αγώνες ενάντια στις κοινωνικές διακρίσεις και στην εκμετάλλευση του περιβάλλοντος και να συνδέσουμε όλους αυτούς αγώνες, εντοπίζοντας και αντιμετωπίζοντας τον κοινό αντίπαλο με όλες τις ριζοσπαστικές αριστερές δυνάμεις και τον κόσμο της εργασίας.