Τo βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη αντανακλά την αγωνιστικότητα και την τιμιότητα του συγγραφέα. Τιμιότητα που λείπει στην πολιτική, αλλά που χρωματίζει το βιβλίο, προσθέτοντας βάθος στην αυτοκριτική που περιέχει. Αξίζει λοιπόν να διαβαστεί και γι’ αυτό το λόγο.
Οι 8 αυτοί μήνες πράγματι συγκλόνισαν την Ελλάδα και συνεχίζουν να την συγκλονίζουν, καθώς ζούμε στον αστερισμό της μεταδημοψηφισματικής δημοκρατίας. Είναι λοιπόν σημαντικό ένα βιβλίο που ακουμπάει τον πυρήνα του προβλήματος. Με πρώτο από όλα το ερώτημα. Θα μπορούσαν να είχαν πάει αλλιώς τα πράγματα;
Ας δούμε κατ’αρχάς πού βρισκόμαστε σήμερα από πλευράς πολιτικής της Ε.Ε.. Περάσαμε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα εν μέσω πανδημίας και μετά, όταν εμφανίστηκαν όλα τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, όπου ακολουθήθηκε μια πολιτική δημοσιονομικής χαλάρωσης και όπου κανείς δεν επιζητούσε πρωτογενή πλεονάσματα, σε αντίθεση με την μνημονιακή περίοδο σκληρής λιτότητας. Και η χαλάρωση αυτή δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της Ε.Ε. κατά παράβαση και του σχετικού Συμφώνου Σταθερότητας. Αποδεικνύεται λοιπόν ότι η μνημονιακή πολιτική της Ε.Ε. ήταν μια καθαρά πολιτική απόφαση, η οποία επέβαλε την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης ακόμα και σε χώρες που εύκολα θα μπορούσαν να διασωθούν χωρίς να οδηγηθούν σε κοινωνική και οικονομική ασφυξία. Όπως σωστά αναφέρει και ο συγγραφέας, η πολιτική αυτή αποτυπώθηκε στο ρητό του Σόϊμπλε «θα τους γδάρω και θα ανεμίζω το τομάρι τους στους Podemos».
Ήταν γνωστή αυτή η πολιτική απόφαση; Αναμφίβολα, καθώς είχε προηγηθεί το παράδειγμα της Κύπρου. Ήταν λοιπόν γνωστό ότι θα έπρεπε κανείς να προετοιμαστεί για να συγκρουστεί με αυτές τις αποφάσεις και με αυτούς τους πολιτικούς συσχετισμούς και φυσικά τέτοια προετοιμασία δεν υπήρχε από το ΣΥΡΙΖΑ, όπως σωστά επισημαίνει ο συγγραφέας. Και όχι μόνο δεν υπήρχε, αλλά δεν υπήρχε η βούληση να υπάρχει, καθώς, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, το σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν «ούτε καταστροφική ρήξη, ούτε υποχώρηση». Αν έχεις την άποψη ότι η ρήξη είναι εκ προοιμίου καταστροφική, ενώ η υποχώρηση όχι, το πεδίο της διαπραγμάτευσης είναι εξ υπαρχής υπονομευμένο. Και φυσικά αυτή η άποψη δεν ήταν κυρίαρχη μόνο στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΚΚΕ, το οποίο την παραμονή του δημοψηφίσματος εξέδωσε ανακοίνωση για το πόσο καταστροφική θα ήταν μια ρήξη με την ευρωζώνη (και άρα όλες οι ρήξεις παραπέμπονται στο σοσιαλισμό)
Το δεύτερο που θα ήθελα να τονίσω είναι το θάρρος και η παρρησία με την οποία ο συγγραφέας κάνει αυτοκριτική, επισημαίνοντας ότι η αριστερή πλατφόρμα θα μπορούσε να είχε προβεί σε πιο πολλές εξωστρεφείς πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες και διαμαρτυρίες για την εξελισσόμενη συστημική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό νομίζω ότι είναι το πιο σημαντικό σημείο, ιδίως την περίοδο που ξηλώνονταν ένα – ένα τα διαπραγματευτικά εργαλεία, όταν ξυνόταν ο πάτος του βαρελιού των αποθεμάτων, προκειμένου να αποπληρωθούν τα χρέη προς το Δ.Ν.Τ.
Εξίσου σημαντική είναι η επισήμανση ότι «χωρίς ενεργοποιημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα, δεν θα μπορούσε μια αριστερή φιλολαϊκή κυβέρνηση να ανταπεξέλθει στις πιέσεις και τους εκβιασμούς του εγχώριου και ευρωπαϊκού μνημονιακού πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού κατεστημένου». Πόσο όμως ενεργοποιήθηκε αυτός ο κόσμος, πόσο απευθύνθηκαν οι δυνάμεις της αριστεράς (και αυτό δεν αφορά μόνο τα κομμάτια που πάλευαν μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όλες τις αριστερές δυνάμεις) σε αυτό τον κόσμο για να αναβιώσουν τα κινήματα που έφεραν το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση: τα κινήματα της περιόδου 2010-2012, όταν το πράγματι ενεργοποιημένο εργατικό και λαϊκό κίνημα διαμόρφωσε νέους πολιτικούς συσχετισμούς. Κινήματα που ήταν ο προάγγελος αυτών των 8 μηνών και κατά τη γνώμη μου και ο προάγγελος του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος το 2015.
Μετά το 2012 καλλιεργήθηκε, πρωτίστως λόγω της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, μια λογική ανάθεσης και αναμονής της επερχόμενης κυβερνητικής αλλαγής, την οποία κάποιοι προσπαθούσαν μάλιστα να επισπεύσουν, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στη σελ.298 του βιβλίου, χωρίς καμία προετοιμασία για την διαπραγμάτευση. Εκεί χάθηκε κατά τη γνώμη μου το παιχνίδι και εκεί θα πρέπει να αναζητήσουμε το νήμα της χαμένης άνοιξης. Υπήρξαν συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές που καλλιέργησαν αυτή τη λογική της ανάθεσης και της αναμονής: η διάσπαση εναιομετωπικών σχημάτων σε κοινωνικούς χώρους για να συγκροτηθούν αυτόνομες παρατάξεις του ΣΥΡΙΖΑ, η αποδοχή της λογικής ότι ο κόσμος κουράστηκε, λες και η κούραση είναι ένα μετεωρολογικό φαινόμενο που παρουσιάζεται και όχι μια πολιτική κατάσταση που οφείλεις να αντιπαλέψεις και κυρίως το γεγονός ότι εκείνη την περίοδο δεν επιχειρήθηκε να βαθύνει η πολιτική συζήτηση μέσα στον κόσμο, να δημιουργηθούν όροι προετοιμασίας για την επερχόμενη σύγκρουση με τους μνημονιακούς νεοφιλελεύθερους θεσμούς, ώστε να γίνει κτήμα του ίδιου του κόσμου ότι υπάρχει άλλος δρόμος αξιοπρέπειας (και όχι μόνο αξίζει κανείς να παλέψει γι’ αυτόν, αλλά είναι και εφικτό, έστω και με δυσκολίες, να τον ακολουθήσεις). Αυτή η συζήτηση αποφεύχθηκε συνειδητά να γίνει μέσα στο κίνημα των πλατειών. Αντίθετα η σχετική συζήτηση συρρικνωνόταν και μετατοπιζόταν ολοένα και περισσότερο, φτάνοντας στο σημείο να λέγεται ότι «αρκεί το σύνθημα κατώτατος μισθός 751 ευρώ, από κει θα ξηλωθεί όλο το κουβάρι των μνημονιακών μέτρων», αντί να ανοίξει η συζήτηση τι θα γίνει αν έρθεις σε σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κατεστημένο, όπως και όντως έγινε.
Αλλά και μετά το συμβιβασμό της κυβέρνησης δεν ενεργοποιήθηκε ο κόσμος που έδωσε τη μάχη του δημοψηφίσματος μέσα από τη συγκρότηση πρωτοβουλιών «όχι μέχρι το τέλος». Η προσπάθεια αυτή άνοιξε μεν, αλλά ποτέ δεν προχώρησε και η σχετική διαπάλη παρέμεινε εντός των τειχών του ΣΥΡΙΖΑ, παρά το ότι ο κόσμος είχε γεμίσει τις ίδιες του τις σελίδες στα κοινωνικά δίκτυα με αυτό το σύνθημα. Η άποψη μου δε είναι ότι, εφόσον δεν υπήρξε αυτή η καταφυγή στον κόσμο, αυτή η ενεργοποίηση του κόσμου, είναι αλυσιτελής η συζήτηση «έπρεπε να φύγετε νωρίτερα από την κυβέρνηση». Δεν θα καταλάβαινε ο κόσμος τι συνέβαινε, πιθανόν να μιλούσε ακόμα και για αποστασία, αν δεν έβγαινες θαρρετά και δημόσια προς τα έξω να απευθυνθείς σε αυτόν και να τον ενεργοποιήσεις.
Αυτός ο περιορισμός της διαπάλης στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ έσπερνε συγχύσεις με πολύ σημαντικά αποτελέσματα: αφού ο ίδιος ο κόσμος που έδωσε τη μάχη του δημοψηφίσματος δεν έμεινε ενεργός μέσα από ενιαιομετωπικές πρωτοβουλίες «όχι μέχρι το τέλος» δυο δρόμους είχε: ή θα αρνιόταν να πιστέψει ότι προδόθηκε και θα μετατοπιζόταν δεξιά, αποδεχόμενος το συμβιβασμό (αποθέτοντας τις ελπίδες του σε κάποιο παράλληλο πρόγραμμα ή ακόμα χειρότερα στη νομή της κρατικής εξουσίας) ή θα σιχαινόταν όλους όσοι τον οδήγησαν να νιώσει προδομένος (ακόμα και αν αυτοί είχαν δώσει μια εσωτερική μάχη, στην οποία αυτός ήταν αμέτοχος) και θα κατέφευγε στην αποχή και τη λογική «είστε όλοι ίδιοι».
Και φυσικά αυτή η ήττα δεν είναι ήττα «μιας αριστεράς». Ποτέ δεν ηττάται «μια αριστερά». Πάντα όλη η αριστερά ηττάται. Π.χ. το 1989 το τείχος δεν έπεσε μόνο στα κεφάλια όσων υποστήριζαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισμού, αλλά και στα κεφάλια όσων δικαίως τους ασκούσαν κριτική.
Τα αποτελέσματα αυτής της μνημονιακής στροφής του ΣΥΡΙΖΑ τα αντιμετωπίζουμε μέχρι και σήμερα και μάλιστα σε διπλό επίπεδο. Από τη μια μεριά το σύνολο της αστικής τάξης και των κέντρων εξουσίας στήριξε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που προωθεί άκαμπτα και με λυσσαλέο τρόπο νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, ακόμα και όταν προέβη σε εμφανώς αντισυνταγματικές και αντιδημοκρατικές επιλογές (νόμος για τις συναθροίσεις, πανεπιστημιακή αστυνομία, ακόμα και τώρα με τις υποκλοπές), προκειμένου να αναιρεθούν οι κατακτήσεις της μεταπολίτευσης και υπό το φόβο μην ξαναγυρίσουμε στην εποχή 2010-2015.
Από την άλλη επικράτησε σε πλατιές μάζες η λογική ότι δεν γίνεται τίποτα, είναι όλοι ίδιοι, είναι μονόδρομος η επιβολή της νεοφιλελεύθερης λιτότητας και η αποδοχή του συσχετισμού εντός της Ε.Ε. Άλλωστε και η υπόλοιπη κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ ενίσχυσε αυτή τη λογική, όχι μόνο λόγω της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων (όπως π.χ. η άρση των προστατευτικών όρων για την πρώτη κατοικία), αλλά και λόγω της αναποτελεσματικής διαχείρισης, σε συνδυασμό με μια αλαζονεία, που επιδείχθηκε στην προσπάθεια συγκρότησης των δικών του μηχανισμών.
Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς την αριστερά εμποδίζει σήμερα τη διαμόρφωση ενός ρεύματος ανατροπής του Μητσοτάκη. Και βέβαια οι συνέπειες της νεοφιλελεύθερης στροφής παράγει αποτελέσματα και στον σημερινό τρόπο άσκησης της πολιτικής: αντί να δοθεί το βάρος στη συγκρότηση κινητοποιήσεων για να πέσει η κυβέρνηση των υποκλοπών, αποτυπώνεται ένας φόβος μην τυχόν και φοβηθούν τα κέντρα εξουσίας ή κοπούν οι γέφυρες προς το κεντρώο ακροατήριο, στο οποίο επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτίστως να απευθυνθεί. Και βέβαια αν έχεις συνηθίσει στην ανάθεση, σου είναι ξένη η προσφυγή στη δύναμη του λαού.
Εμείς πρέπει να κινηθούμε -και αυτό αφορά όλους όσοι πιστεύουν ότι υπάρχει άλλος δρόμος- σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση με τρία κρίσιμα στοιχεία: γραμμή μαζών, εναιομετωπική λογική, μεταβατικό πρόγραμμα.
Και αν ο Δημήτρης Στρατούλης αυτοκριτικά αντιμετωπίζει τη στάση της Αριστερής Πλατφόρμας, το ίδιο πρέπει να κάνουμε και οι υπόλοιποι, δηλαδή και οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που πράγματι με αγωνιστικότητα δώσαμε τις μάχες μέσα στο κίνημα, αλλά που δεν κατορθώσαμε να υπηρετήσουμε αυτά τα αναγκαία στοιχεία, καθώς δεν ενισχύσαμε ενιαιομετωπικές λογικές (αντίθετα πολλές δυνάμεις ενίσχυσαν και ενισχύουν λογικές κατακερματισμού, απομονωτισμού, σεχταρισμού, αναπαράγοντας τις χειρότερες πρακτικές του ΚΚΕ και αρνούμενες να δώσουνε μάχες, όπως πχ τον Σεπτέμβρη του 2015, όπου κρινόταν αν το ρεύμα της αντίστασης στη μνημονιακή συνθηκολόγηση θα εύρισκε πολιτική έκφραση).
Αντίστοιχα, όταν κάποιος δεν παραπέμπει τα πάντα στη δευτέρα σοσιαλιστική παρουσία και αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των μεταβατικών προγραμμάτων, των ρήξεων και κατακτήσεων στο σήμερα, προκειμένου να ενισχυθεί η αυτοπεποίθηση, η αγωνιστικότητα και να ανέβει η ταξική συνείδηση των λαϊκών στρωμάτων, πρέπει να ξεκινά από το σημερινό επίπεδο της ταξικής συνείδησης, από τα ζητήματα που σήμερα ταλανίζουν τον κόσμο, προκειμένου το όποιο μεταβατικό πρόγραμμα να γίνεται κατάκτηση των μαζών. Άρα σήμερα πρέπει να ξεκινά κανείς από τα άμεσα λαϊκά αιτήματα (για τα θέματα της ακρίβειας, της ενέργειας, της προστασίας της στέγης) για να τα συνδέσει με τα μεταβατικά ρηξιακά αιτήματα για τη διαγραφή του δημόσιου χρέους, τη ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ κλπ. Και βέβαια αυτή τη μάχη πρέπει να τη δώσουν και στο κίνημα και στο πολιτικό επίπεδο ενιαία και όχι κατακερματισμένα οι δυνάμεις που καταλαβαίνουν αυτή την αναγκαιότητα. Πρέπει όλα τα σφυριά να βαρέσουν μαζί για να σπάσει η λογική του ΤΙΝΑ.
Ειδικά σήμερα οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής, της ριζοσπαστικής και της κοινοβουλευτικής αριστεράς, με τις διαφοροποιήσεις τους, με την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική τους αυτοτέλεια, πρέπει και εκλογικά να συνεργαστούν, να δημιουργηθεί ένα ρεύμα ρήξης, γιατί αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να εγκλωβιστεί κόσμος στη λογική της αποδοχής των μονόδρομων, προκειμένου να φύγει η σημερινή κυβέρνηση και ο συγκεκριμένος πρωθυπουργός. Με αυτό τον τρόπο θα επαναληφθεί το λάθος του Σεπτέμβρη του 2015. Αυτό συμβαίνει όταν δεν εμβαθαίνει κανείς στα λάθη του. Και ευτυχώς το βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη μας επιτρέπει να εμβαθύνουμε στα λάθη, αποτελώντας ένα χρήσιμο εργαλείο για την ανατροπή των σημερινών συσχετισμών.
Δημήτρης Σαραφιανός
Δικηγόρος, δρας Νομικής
Μέλος Δ.Σ. Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας
Μέλος Π.Γ. ΛΑΪΚΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ – ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ