Η ταξική συνείδηση και το ποδόσφαιρο (του Άνχελ Ντι Μαρία)

    Το παρακάτω άρθρο είναι μια σύντομη προσωπική ιστορία του Άνχελ Ντι Μαρία που έγραψε ο ίδιος για την αργεντίνικη εφημερίδα “Pagina 12

    Επιμέλεια και μετάφραση του Κώστα Ήσυχου


    Οι τοίχοι του σπιτιού μας υποτίθεται ότι ήταν λευκοί. Ποτέ όμως δεν τους θυμάμαι στο λευκό χρώμα. Στην αρχή ήταν γκρίζα. Μετά μαύρισαν, από την καρβουνόσκονη.

    Ο μπαμπάς μου ήταν εργάτης και πωλητής λιανικής κάρβουνου, όχι εργάτης ορυχείων . Έχετε δει ποτέ να φτιάχνονται κάρβουνα; Τα πλαστικά σακουλάκια που αγοράζεις σε οποιαδήποτε σουπερμάρκετ η μπακάλικο γειτονιάς για να φτιάξεις το « ασάδο» (αργεντίνικο μπάρμπεκιου) είναι κυριακάτικο έθιμο και η αλήθεια είναι ότι η επεξεργασία του κάρβουνου είναι πολύ βρώμικη δουλειά.

    Ο γέρος μου συνήθιζε να δουλεύει κάτω από μια τσίγκινα στέγη σε μια εγκαταλελειμμένη αποθήκη και μετά έπρεπε να σπάσει όλα τα κομμάτια κάρβουνου για να τα πουλήσει στην αγορά. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτός. Είχε τους μικρούς του βοηθούς, η αδερφή μου και εγώ δηλαδή.

    Πριν το σχολείο, ξυπνούσαμε με τη μικρή μου αδερφή για να τον βοηθήσουμε. Ήμασταν 9 ή 10 χρονών, που είναι η τέλεια ηλικία για να κουβαλάς κομμάτια κάρβουνο, γιατί μπορείς να το μεταμορφώσεις σε παιχνίδι. Όταν έφτανε το φορτηγό, έπρεπε να μεταφέρουμε τις γεμάτες πλαστικές τσάντες με κάρβουνο μέσα από το σαλόνι και μετά από την εξώπορτα, στο τέλος ολόκληρο το σπίτι μας ήταν κατάμαυρο.

    Αλλά αυτή η δουλειά μας έδινε ένα πιάτο φαΐ και έτσι μας έσωνε ο πατέρας μου από το να μας πάρουν το σπίτι.

    Για ένα διάστημα, όταν ήμουν μωρό, οι γονείς μου οικονομικά τα πήγαιναν καλά. Αλλά μετά ο μπαμπάς μου προσπάθησε να κάνει μια καλή πράξη για κάποιον και ξαφνικά άλλαξε τη ζωή μας. Ένας φίλος του ζήτησε να είναι εγγυητής σε ένα δάνειο για το σπίτι του και ο μπαμπάς μου τον εμπιστεύτηκε. Όμως ο τύπος σταμάτησε να πληρώνει και από τη μια μέρα στην άλλη εξαφανίστηκε. Έτσι, η τράπεζα πήγε κατευθείαν να ψάξει για τον πατέρα μου, ο οποίος βρέθηκε να πνίγεται στα χρέη ενώ έπρεπε να πληρώσει για δύο σπίτια και πάνω από αυτό έπρεπε να ταΐσει και την οικογένειά μας.

    Η πρώτη του «επιχείρηση» δεν είχε σχέση με το κάρβουνο. Προσπάθησε να μετατρέψει το μπροστινό μέρος του σπιτιού μας σε μια μικρή επιχείρηση. Αγόραζε βαρέλια με χλωρίνη, χλώριο, απορρυπαντικά, όλα τα καθαριστικά, μετά εγώ τα χώριζα σε μικρά μπουκαλάκια και τα πουλούσαμε στο σαλόνι μας. Αν ζούσατε στη γειτονιά μας, δεν χρειαζόταν να πάτε σε κατάστημα για να αγοράσετε ακριβές μάρκες καθαριστικών. Ήταν πολύ ακριβό, τότε . Έτσι θα ερχόσουν στο Di María’s και η μαμά μου θα σου πούλαγε μια κατσαρόλα απορρυπαντικού σε πολύ καλύτερη τιμή.

    Όλα πήγαιναν πολύ καλά μέχρι που μια μέρα, το αγοράκι της οικογένειας (εγώ) τα χάλασε όλα και παραλίγο να η Μαμά μου πήγε να αυτοκτονήσει.

    Ναι, είναι αλήθεια, όταν ήμουν μικρός ήμουν υπερκινητικός! Ίσως αυτός είναι ο λόγος που έγινε ποδοσφαιριστής .

    Δεν είναι ότι στην πραγματικότητα ότι ήμουν «κακό παιδί», απλώς είχα υπερβολική ενέργεια. Μια μέρα, η μαμά μου πουλούσε απορρυπαντικά στην «επιχείρησή» μας και εγώ έπαιζα στο δρόμο κοντά. Η πύλη εισόδου ήταν ανοιχτή, για να περάσουν οι πελάτες, η μαμά μου αποσπάστηκε, άρχισα να περπατάω… να περπατάω… συνέχισα να περπατάω…. Ήθελα να εξερευνήσω, βλέπεις!

    Πήγα κατευθείαν στη μέση του δρόμου και η μαμά μου έπρεπε να τρέξει σαν τρελή για να με σώσει από το να με χτυπήσει αυτοκίνητο. Όπως το διηγήθηκε, ήταν αρκετά τρομακτικό . Αυτή ήταν η τελευταία μέρα της «επιχείρησης καθαριστικών» της Ντι Μαρία. Η μαμά μου είπε στον μπαμπά μου ότι ήταν πολύ επικίνδυνο να με αφήνει μόνο μου και ότι έπρεπε να βρούμε άλλη εργασία.

    Τότε ήταν που άκουσε ο πατέρας μου, ότι υπήρχε κάποιος που έφερνε βαρέλια με κάρβουνο από το Σαντιάγο ντελ Εστέρο. Αλλά το αστείο είναι ότι δεν είχαμε καν τα χρήματα για να μπορέσουμε να πουλήσουμε κάρβουνο. Ο πατέρας μου έπρεπε να πείσει τον επιχειρηματία να του στείλει τις πρώτες αποστολές κάρβουνου χωρίς προκαταβολή, για να τις πουλήσει και έτσι να αρχίσει να τον πληρώνει.

    Όταν λοιπόν εγώ ή η αδερφή μου ζητούσαμε μια καραμέλα η μια σοκολάτα ή οτιδήποτε άλλο, ο μπαμπάς μου μας έλεγε: «Πληρώνω για δύο σπίτια και από πάνω ένα φορτηγό γεμάτο κάρβουνο!».

    Θυμάμαι ότι μια μέρα μαζεύαμε το κάρβουνο με τον μπαμπά μου, και έκανε πολύ κρύο και έβρεχε. Ήμασταν κάτω από μια τσίγκινη στέγη. Εκείνη την μετά κατάλαβα πραγματικά πως υπέφερε ο πατέρας μου κάθε μέρα. Μετά από λίγο πήγαινα στο σχολείο που ήταν πιο ζεστό. Αλλά ο μπαμπάς μου έμενε εκεί όλη μέρα, χωρίς διάλειμμα. Γιατί αν δεν προλάβαινε να πουλήσει το κάρβουνο εκείνη τη μέρα, δεν θα είχαμε τίποτα να φάμε, τόσο απλό. Και σκέφτηκα, και το πίστευα πραγματικά: Θα έρθει μια στιγμή που όλα θα αλλάξουν προς το καλύτερο.

    Γι’ αυτό το λόγο οφείλω τα πάντα στο ποδόσφαιρο. Γιαυτό το λόγω κερδίσαμε το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου, για τους ανθρώπους μας. Αυτός ήμουν, είμαι και θα είμαι . Ο Άνχελ ντι Μαρία.