Δεν έχει ανάγκη από κανόνια και σάλπιγγες και καμπάνες ο ελληνικός λαός, για να ξαναθυμηθεί μια φορά το χρόνο, σαν και σήμερα, το μεγάλο του τ’ ΟΧΙ. Γιατί του το θυμίζουν ολημερίς κι ολονυχτίς οι ίδιοι οι καιροί. Και σφίγγει τα δόντια, όπως και τότες.
Τ’ ΟΧΙ του 40 είναι μόνον του λαού και καθόλου των δεσποτών του. Κι αν το πε τότες ο λαός. Όμως χρόνια τό χε μέσα του να βράζει. Και με την πρώτην ευκαιρία το βροντοφώνησε και προς τα κει και προς τα δω: και στους ξένους και στους ντόπιους επιδρομείς. Ο πόλεμος της Αλβανίας ήτανε πόλεμος αντιφασιστικός, διμέτωπος. Ήτανε πόλεμος της ελευθερίας και της δημοκρατίας εναντίον της ολοκληρωτικής πανούκλας. Έτσι μόνο εξηγιέται γιατί ο ο λαός πολέμησε με τόσο πάθος. Αν ήτανε να πολεμήσει για το ποιον φασίστα θα έχει κύριον του, δε θα θα πολεμούσεν έτσι.
Ο λαός δε το πε μονάχα τ’ ΟΧΙ με το στόμα κι από το σπίτι του «εκ του ασφαλούς». Τό πε με το ντουφέκι στο χέρι, στα βουνά και στα χιόνια. Και προχωρώντας. Και νικώντας. Μόνος αβοήθητος, απαράσκευος. Χρόνια το Μάτι του Διχτάτορα μας φώναζε από τα ντουβάρια της Αθήνας: «Να κοιμάσαι ήσυχος. Εγώ αγρυπνώ». Κι όμως εκείνος κοιμόταν, ενώ ο λαός αγρυπνούσε. Κι έτσι τόνε βρήκε το Νυχτοφύλακά μας στον ύπνο ο άλλος «συνάδελφος!».
Αλλά γιατί δε βρήκε στον ύπνο και το λαό; Ο λαός αγρυπνούσε, γιατί δεν τον άφηναν οι αλυσίδες του να κοιμηθεί. Δεν το παραδέχονται οι διχτάτορες, πως η μεγαλύτερη δύναμη της Ιστορίας είναι το πάθος της Ελευθερίας. Και ξαφνιαστήκανε τότες οι δυο «συνάδελφοι» με τον ηρωισμό του λαού μας. Και κυρίως με τη διάρκεια αυτού του αναπάντεχου ηρωισμού! Ο ένας πίστευε πως τα κοκόρια του θα κάμνανε μικρόν περίπατο ως την Αθήνα κι ο άλλος, ως θα τέλειωνε γρήγορα αυτό το αστείο «με λίγες ντουφεκιές για την τιμή των όπλων». Κι ο ελληνικός λαός τους διέψευσε και τους δύο.
Θυμούνται οι δημοκρατικοί δημοσιογράφοι κείνου του καιρού, που τους έγινε αυστηρή σύσταση να σταματήσουνε τις επιθέσεις τους εναντίον του φασισμού, γιατί δεν μας έφταιγε ο φασισμός παρά οι …Ιταλοί! Τόσο πολύ θέλαν οι τότες αρμόδιοι ν’ αλλάξουνε το νόημα του αντιφασιστικού αγώνα που έκαμνε ο λαός μπρος και πίσω.
Και δεν είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία, που ο λαός λέγει τ’ ΟΧΙ – το λέγει και το κάμνει. Μα δεν είναι κι η πρώτη φορά, που τ’ ΟΧΙ του λαού το σφετερίζονται οι κύριοί του. Το ίδιο έγινε με την εθνική μας επανάσταση του 21 και με την Εθνική μας Αντίσταση το 42. Άλλος πολεμά κι άλλος νικά.
Τ’ ΟΧΙ του λαού (όλων των λαών!) δεν είναι μια λέξη στο στόμα. Είναι σεισμός, που κατοικεί μέσα στα κόκκαλά του. Εκεί δουλεύει και βράζει. Τις περισσότερες φορές δε φαίνεται, δεν ακούγεται. Αλλ’ όταν έρθει η ώρα από κει μέσα πετάγεται μ’ αστραπές και βροντές η θεά Ελευθερία. Κι ο σεισμός κι η Ελευθερία με κανέναν τρόπο δεν αλυσοδένονται.