Αναδημοσίευση από τα ΝΕΑ
Πριν λίγες μέρες ο εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ απάντησε σε ερώτηση, αν τα νησιά που αμφισβητεί η Τουρκία, ανήκουν στην Ελλάδα ή στην Τουρκία. Απέφυγε να πάρει θέση και δήλωσε σχετικά πως “ενθαρρύνουμε τους Συμμάχους μας στο ΝΑΤΟ να λύσουν όποιες διαφωνίες μπορεί να έχουν”. Στη συνέχεια, για να αμβλυνθούν κάπως οι αρνητικές εντυπώσεις δηλώθηκε ότι “η κυριαρχία και η εδαφική ακεραιότητα όλων των χωρών πρέπει να γίνονται σεβαστές και να προστατεύονται. Η κυριαρχία της Ελλάδας σε αυτά τα νησιά δεν αμφισβητείται”. Για αυτή τη “διορθωτική” παρέμβαση η κυβέρνηση έσπευσε να θριαμβολογήσει. Επιστρατεύοντας την τέχνη της ερμηνείας, προσπάθησε να συγκαλύψει την ουσία της αμερικανικής τοποθέτησης.
Για όποιον όμως δεν θέλει να εθελοτυφλεί, είναι φανερό ότι οι ΗΠΑ κράτησαν για μια ακόμη φορά πολιτική ίσων αποστάσεων. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι εμμέσως ανοίγουν την πόρτα στις τουρκικές αμφισβητήσεις και διεκδικήσεις. Ας θυμηθούμε ότι αυτή είναι μια πάγια πολιτική τους. Με παρόμοιο τρόπο είχε απαντήσει ο 1996 ο τότε εκπρόσωπος του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ Νίκολας Μπερνς: “οι ΗΠΑ δεν αναγνωρίζουν ελληνική ή τουρκική κυριαρχία στα Ίμια. Μπορεί να είναι και μερικά άλλα νησιά ή μικρές νησίδες επί των οποίων έχουμε παρόμοια θέση”.
Αυτά μάλιστα λέγονται όταν το ζήτημα της κυριαρχίας των νησιών είναι απολύτως λυμένο από άποψη διεθνούς δικαίου. Η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 στα άρθρα 12 και 16 ξεκαθάριζε ότι στην Τουρκία περιέρχονται μόνο τα νησιά Ίμβρος, Τένεδος, Λαγούσες και όσα βρίσκονταν εντός 3 μιλίων από τις τουρκικές ακτές και δεν παραχωρούνταν ρητά στην Ελλάδα. Σε ό,τι αφορά τα Δωδεκάννησα, από την ιταλοτουρκική Συνθήκη του 1932 και τη Συνθήκη του Παρισιού του 1947 προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι τα νησιά περιήλθαν στην ελληνική επικράτεια αφού η Ελλάδα υπήρξε ο καθολικός διάδοχος της Ιταλίας στην περιοχή.
Μέσα σε αυτή την ανησυχητική ατμόσφαιρα, περιφερειακή και διεθνή, είναι χρήσιμη η αναζήτηση τυχόν ιστορικών αναλογιών. Το 1919, ο Λόυντ Τζωρτζ δεν έπαιρνε ίσες αποστάσεις αλλά, πολύ περισσότερο, έπλεκε το εγκώμιο της Ελλάδας λέγοντας στο Βρετανικό Κοινοβούλιο ότι “οι Έλληνες είναι ο λαός του μέλλοντος στη μεσογειακή Ανατολή. Θα γίνουν οι πρώτοι φύλακες της μεγάλης οδού που εξασφαλίζει την ενότητα της Συμπολιτείας”. Ακολούθησε τρία χρόνια μετά η εγκατάλειψη της Ελλάδας και η μικρασιαστική καταστροφή.
Αυτό συνέβη εκατό χρόνια πριν. Γι’ αυτό ας διδαχτούμε από την ιστορία. Η ειρήνη και η εθνική κυριαρχία μπορούν να υπηρετηθούν πρώτο, από μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, αδέσμευτη από τις ΝΑΤΟϊκές επιλογές και δεύτερο, από μια βασισμένη στο λαϊκό παράγοντα εσωτερική και αμυντική πολιτική.
- Ο Δημήτρης Καλτσώνης είναι καθηγητής θεωρίας κράτους και δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο