Αναδημοσίευση από την Le Monde Diplomatique
Μετάφραση από το Αριστερό Ρεύμα
Έχουν εντοπιστεί αρκετές διαρροές αερίου στη Βαλτική Θάλασσα, πάνω από τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream, ο οποίος συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία. Οι ρωσικές υπηρεσίες ασφαλείας ξεκίνησαν έρευνα για “πράξεις διεθνούς τρομοκρατίας”. Το ΝΑΤΟ κατήγγειλε “σκόπιμες πράξεις δολιοφθοράς”. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ συνεδριάζει την Παρασκευή για να συζητήσει το θέμα, καθώς η Ρωσία ετοιμάζεται να προσαρτήσει αρκετές ουκρανικές περιοχές και οι βομβαρδισμοί γύρω από τον πυρηνικό σταθμό της Ζαπορίζια αυξάνονται.
Έτσι τo άρθρο του Pierre Rimbert, το οποίο δημοσιεύθηκε εδώ και πάνω από ένα χρόνο (Μάης 2021) σχετικά με τον αγωγό Nord Stream 2, ένα έργο στο οποίο η Ουάσιγκτον αντιτίθεται εδώ και καιρό, αποκτά τώρα ένα νέο νόημα.
Οι ΗΠΑ πιέζουν να εκτοπίσουν τις ρωσικές προμήθειες
Πώς να σαμποτάρετε έναν αγωγό φυσικού αερίου
από τον Pierre Rimbert
Η «διπλωματία» σχετικά με τους αγωγούς ήταν καλύτερη τα προηγούμενα χρόνια. Στη δεκαετία του 1970, η προμήθεια του Σοβιετικού φυσικού αερίου στη Δυτική Ευρώπη είχε ενθουσιάσει τις κυβερνήσεις: οι σταθεροί και ανθεκτικοί αγωγοί φυσικού αερίου δημιούργησαν μια γέφυρα μεταξύ των δύο αντίπαλων μπλοκ της Γηραιάς Ηπείρου (1). Και όταν οι Αμερικανοί σκέφτηκαν να διαταράξουν την “αποκλιμάκωση”, απογοητεύτηκαν. Το 1982, ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν επέβαλε κυρώσεις σε διάφορες ευρωπαϊκές εταιρείες που συμμετείχαν στην κατασκευή ενός ευρωσιβηρικού αγωγού φυσικού αερίου, ο οποίος, στα μάτια του, θα καθιστούσε την Ευρώπη εξαρτημένη από τους Σοβιετικούς (2). Αλλά τα δέκα μέλη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΟΚ) αρνήθηκαν να εφαρμόσουν το εμπάργκο και η Γαλλία επίταξε μια εταιρεία για να την αναγκάσει να παραδώσει εξοπλισμό στους Σοβιετικούς. Λίγους μήνες αργότερα, η Ουάσιγκτον αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989, οι υποδομές φυσικού αερίου αποτελούν στοιχείο τριβών μεταξύ των χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Συμβολίζουν την επιδείνωση των σχέσεων με τη Ρωσία, την απόκλιση των γεωπολιτικών συμφερόντων μεταξύ εθνών που θεωρητικά είναι σύμμαχοι και την αδυναμία τους απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η τύχη του Nord Stream 2, που συνδέει τη Ρωσία με τη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας, καταδεικνύει αυτή την αλλαγή στάσης.
Παράκαμψη της Ουκρανίας
Η συναρμολόγηση αυτού του χαλύβδινου αγωγού μήκους 1.230 χιλιομέτρων, κόστους 9,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, αλλά η κατασκευή διακόπηκε τον Δεκέμβριο του 2019, εν μέσω θύελλας ευρωπαϊκών επικρίσεων και αμερικανικών κυρώσεων. Πώς θα μπορούσαν τα τελευταία χιλιόμετρα μιας υποδομής, ίδιας με δεκάδες άλλες, να προκαλέσουν ρήγμα στο εσωτερικό της Ένωσης και να ανοίξουν μια από τις σοβαρότερες διπλωματικές κρίσεις της μεταπολεμικής περιόδου μεταξύ Ουάσιγκτον και Βερολίνου;
Στην αρχή, ωστόσο, δεν υπήρχαν πολλά σύννεφα στον ορίζοντα. Σε συνεργασία με πέντε ευρωπαϊκές εταιρείες φυσικού αερίου (την αυστριακή OMV, τις γερμανικές Wintershall και Uniper, τη γαλλική Engie και την αγγλοολλανδική Shell), ο ρωσικός όμιλος Gazprom άρχισε τον Απρίλιο του 2018 να διπλασιάζει τη χωρητικότητα του Nord Stream 1. Ο πρώτος αυτός αγωγός, που εγκαινιάστηκε το 2012, μεταφέρει ήδη 55 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως μεταξύ της πόλης Βίμποργκ, κοντά στην Αγία Πετρούπολη, και του Γκρέιφσβαλντ, στο γερμανικό κρατίδιο Μεκλεμβούργο-Πομερανία. Η διαδρομή του ανταποκρίνεται στις στρατηγικές επιδιώξεις του Κρεμλίνου: να παρακάμψει την Ουκρανία, μέσω της οποίας εξακολουθούν να διέρχονται περισσότερες από τις μισές εξαγωγές του φυσικού αερίου από τη Σιβηρία προς την Ευρώπη.
Η Μόσχα κατηγορεί το Κίεβο ότι εκμεταλλεύεται υπέρμετρα τα δικαιώματα διέλευσης, εκτρέπει μέρος των ροών προς όφελος του και δεν εξοφλεί τα χρέη του. Από το 2005 έως το 2009 ξέσπασαν διάφορες συγκρούσεις και διακοπές στις παραδόσεις του αερίου. Μετά την “ουκρανική επανάσταση” του 2014, η οποία υποστηρίχθηκε από τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), και ακόμη περισσότερο μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία την ίδια χρονιά, η κατάσταση έχει γίνει όλο και πιο δύσκολη. Οι Nord Stream 1 και 2 αντικατοπτρίζουν με τον δικό τους τρόπο την επιδείνωση των ρωσο-ουκρανικών σχέσεων: το πρώτο έργο ξεκίνησε ένα χρόνο μετά την “Πορτοκαλί Επανάσταση” του 2004, η οποία υποστηρίχθηκε επίσης από τη Δύση, ενώ η συμφωνία για την κατασκευή του δίδυμου έργου ακολούθησε αμέσως μετά την κρίση του 2014. Το ενδιαφέρον της Ρωσίας ήταν να απαλλάξει τις εξαγωγές φυσικού αερίου από την πολιτική αναταραχή της γειτονικής της χώρας: το 91% των ροών προς την Ευρώπη περνούσε από τη χώρα αυτή το 1994, σε σύγκριση με λιγότερο από 41% το 2018. Ο Nord Stream 2 και το αντίστοιχο του στη νότια Ευρώπη, ο Turkish Stream, που βρίσκεται επίσης υπό κατασκευή (βλ. χάρτη παρακάτω), θα ολοκλήρωναν την ανεξαρτησία της Gazprom από την Ουκρανία.
Εικόνα από την “Ευρωπαϊκή γεωπολιτική των αγωγών και των δεξαμενόπλοιων μεταφοράς LNG” – Cécile Marin
Οι αγωγοί φυσικού αερίου έχουν την ιδιαιτερότητα να δημιουργούν αλληλεξάρτηση των χωρών που συνδέουν. Ο σύνδεσμος αυτός μεταξύ Βερολίνου και η Μόσχας ενοχλεί άλλες χώρες. Από την αρχή, ο Nord Stream 2 ήρθε αντιμέτωπος με έναν συνασπισμό χωρών που αποτελούν κοντινούς δορυφόρους της αμερικανικής υπερδύναμης: η Ουκρανία, φυσικά, αλλά και οι χώρες της Βαλτικής και η Πολωνία, που “αντιτίθενται στο έργο για ιδεολογικούς αντιρωσικούς λόγους”, όπως αναγνωρίζει απερίφραστα μια έκθεση του γαλλικού κοινοβουλίου (3). Ωστόσο, το 2018, αυτός ο άξονας δεν μπορεί να συγκριθεί με τους υποστηρικτές του αγωγού, με επικεφαλής τη Γερμανία και τον πρώην καγκελάριο Gerhard Schröder, ο οποίος τώρα έχει μετατραπεί σε λομπίστα και διορίστηκε από τη Gazprom ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του Nord Stream 2.
Για το Βερολίνο, τον μεγαλύτερο καταναλωτή φυσικού αερίου στην Ευρώπη, ο νέος αγωγός είναι ακόμη πιο σημαντικός επειδή η καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έχει συμφωνήσει να καταργήσει σταδιακά την χρήση της πυρηνικής ενέργειας έως το τέλος του 2022 και τον άνθρακα έως το 2038. Εν αναμονή της ενίσχυσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, η “ενεργειακή στροφή” αντιμετωπίζει δυσκολίες: αρκεί ένα κρύο, συννεφιά και απουσία ανέμου για να ακυρώσουν οι λιγνιτικές μονάδες ηλεκτροπαραγωγής τους στόχους για τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως συνέβη τον περασμένο Φεβρουάριο (4). Εξ ου και η ανάγκη για βιώσιμη προμήθεια φυσικού αερίου, το οποίο είναι λιγότερο ρυπογόνο από τον άνθρακα, αλλά και για σταθερότητα στις τιμές. Από γερμανικής πλευράς, η επίτευξη αυτής της επιτακτικής ανάγκης μέσω μιας εμπορικής εταιρικής σχέσης με τη Ρωσία έχει νόημα, παρόλο που οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών έχουν επιδεινωθεί από το 2014. Η Γερμανία “θεωρεί την επιδίωξη των οικονομικών της συμφερόντων ως τον απόλυτο δείκτη της επιτυχίας της εξωτερικής της πολιτικής”, υπενθυμίζει η Angela Stent, (φιλοαμερικανίδα) ειδικός στις σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον, Βερολίνου και Μόσχας (5).
Η στροφή του Εμανουέλ Μακρόν
Είναι η ίδια φιλοσοφία που, εφαρμοζόμενη με χαοτικό τρόπο από τον Ντόναλντ Τραμπ, θα εκτροχιάσει το έργο. Για την Ουάσιγκτον, η στόχευση του Nord Stream 2 έχει εμπορικά αλλά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα: χάρη στην υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η οποία ευνοεί την ευέλικτη αμερικανική αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) έναντι των ρωσικών αγωγών, και την υποστήριξη των πιο ατλαντικών χωρών της Ένωσης (Πολωνία, Δανία κ.λπ.), η Ουάσιγκτον σκοπεύει όχι μόνο να ματαιώσει τα σχέδια της Μόσχας, αλλά και, κυρίως, να επιβάλει το πλεόνασμα του υγροποιημένου σχιστολιθικού αερίου της στην ευρωπαϊκή αγορά. Και, στην πορεία, να ασκήσει πίεση στη Γερμανία, με την οποία έχει ήδη εμπορικές διαφορές (6). Όλη η διπλωματική προσπάθεια των Ηνωμένων Πολιτειών επικεντρώνεται στο σκοπό αυτό.
Ο κ. Τραμπ, ο οποίος απειλεί την Ευρώπη με τελωνειακές κυρώσεις από τότε που ανέβηκε στην εξουσία, πέτυχε μια συνθηκολόγηση από τις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 2018: η Ένωση συμφώνησε να αναθεωρήσει πλήρως την πολιτική της για το φυσικό αέριο υπέρ του υγροποιημένου φυσικού αερίου της “ελευθερίας” (σύμφωνα με τον κ. Τραμπ) και εις βάρος του “ολοκληρωτικού” αγωγού φυσικού αερίου. Η νέα οδηγία για το φυσικό αέριο, που εγκρίθηκε το επόμενο έτος, είχε τέτοια διοικητική γραφειοκρατία για να εμποδίσει τον Nord Stream 2, σε σημείο που οι σχεδιαστές του έπρεπε να επανεξετάσουν τη νομική και εμπορική του αρχιτεκτονική.
Το κείμενο δεν θα είχε εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο τον Φεβρουάριο του 2019, αν δεν είχε προηγηθεί μια θεαματική στροφή στη στάση του Γάλλου προέδρου. Μέχρι τότε η σιωπηλή υποστήριξη του Μακρόν είχε εξασφαλίσει ότι οι υποστηρικτές του σχεδίου (Γερμανία, Γαλλία, Αυστρία, Κάτω Χώρες, Βέλγιο, Ελλάδα και Κύπρος) είχαν τη δυνατότητα μλποκαρίσματος. Ο Εμμανουέλ Μακρόν δικαιολόγησε την αλλαγή στάσης του με την ανάγκη “να μην ενισχυθεί η εξάρτηση από τη Ρωσία» (7) αλλά ίσως προσπαθούσε να αναγκάσει το Βερολίνο να εξετάσει το σχέδιό του για τη μεταρρύθμιση της Ένωσης, το οποίο γινόταν δεκτό στην άλλη πλευρά του Ρήνου με σκεπτικισμό.
Μετά την προειδοποίηση, έσκασε η βόμβα: σαν να ήταν αυτονόητο ότι η ευρωπαϊκή ενεργειακή πολιτική πρέπει να αποφασίζεται στην Ουάσιγκτον, τον Δεκέμβριο του 2019 Αμερικανοί βουλευτές και από τις δύο πτέρυγες ψήφισαν τον νόμο για την προστασία της ενεργειακής ασφάλειας της Ευρώπης που περιελάμβανε μια ομοβροντία “κυρώσεων που παγώνουν τις βίζες και τα περιουσιακά στοιχεία οποιουδήποτε ξένου προσώπου που εν γνώσει του βοηθάει πλοία τοποθέτησης σωλήνων στην κατασκευή αγωγών ρωσικής προέλευσης που καταλήγουν στη Γερμανία ή την Τουρκία”, όπως συνοψίζει το αμερικανικό Κογκρέσο. Αυτά τα ανεδαφικά μέτρα, τα οποία δεν έχουν καμία νομική βάση σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, οδήγησαν το έργο Nord Stream 2 σε άμεση διακοπή. Τα μέτρα αυστηροποιήθηκαν και επεκτάθηκαν στις εταιρείες το επόμενο έτος. Οι περισσότερες εταιρείες παροχής τεχνικής βοήθειας καθώς και ασφαλιστές αποσύρθηκαν.
Αποφασισμένες να καταστρέψουν οικονομικά κάθε οντότητα που βοηθά το ρωσικό έργο, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν τον Ιούλιο του 2020 ότι ο Nord Stream 2 καλύπτεται πλέον από τον νόμο “Countering America’s Adversaries with Sanctions Act of 2017”, ο οποίος αρχικά είχε ως στόχο τη Ρωσία, το Ιράν και τη Βόρεια Κορέα. Αυτή τη φορά, οι παραβάτες που απειλούνται με διακοπή της πρόσβασής τους στις συναλλαγές με το σύστημα του δολαρίου περιλαμβάνουν εταιρείες, πολίτες και πόλεις της Γερμανίας, μέλους του ΝΑΤΟ και ισχυρότερου συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών στην Ένωση. Με επιστολή της 5ης Αυγούστου 2020, τρεις Αμερικανοί βουλευτές διέταξαν τους διευθυντές δύο γερμανικών λιμανιών, καθώς και τους μετόχους τους (την πόλη και το ομόσπονδο κρατίδιο), να σταματήσουν κάθε ανάμειξη στον Nord Stream 2, με την απειλή της “καταστροφής της οικονομικής βιωσιμότητας της εταιρείας τους”, της “καταστροφής της αξίας των μετόχων τους”, της δέσμευσης των περιουσιακών τους στοιχείων και της απαγόρευσης να πατήσουν το πόδι τους σε αμερικανικό έδαφος. Τα μέτρα και το ύφος της επιστολής αυτής ήταν αντίστοιχα με αυτά που απευθύνονταν σε χώρες όπως η Βενεζουέλα και η Κούβα…
Μπροστά σε μια τέτοια ταπείνωση, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας, σοσιαλδημοκράτης, παρατηρεί: “Δεν επικρίνουμε τις ΗΠΑ που υπερδιπλασίασαν τις εισαγωγές πετρελαίου από τη Ρωσία τον τελευταίο χρόνο. Οι ΗΠΑ ασκούν το δικαίωμά τους για ανεξάρτητη ενεργειακή πολιτική. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς”. Και ο ομοσπονδιακός πρόεδρος Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγερ υποστηρίζει την ολοκλήρωση “μιας από τις τελευταίες γέφυρες μεταξύ Ρωσίας και Ευρώπης”, επικαλούμενος τα “περισσότερα από είκοσι εκατομμύρια σοβιετικά θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου” (8).
Αλλά, σε γενικές γραμμές, οι Γερμανοί ηγέτες υιοθέτησαν χαμηλό προφίλ. Αν και η πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων υποστήριξε το σχέδιο, το τοπίο ήταν κατακερματισμένο. Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) εξακολουθεί να υποστηρίζει τον Nord Stream, όπως και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), το Die Linke (αριστερά) και η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD, ακροδεξιά). Αλλά οι πιο «αντιρωσικοί» από τους Χριστιανοδημοκράτες, με επικεφαλής τον Μάνφρεντ Βέμπερ, ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έχουν προβεί σε εμπρηστικές δηλώσεις. Οι Φιλελεύθεροι, αρχικά ευαίσθητοι στις οικονομικές πτυχές, έχουν επικεντρωθεί στην υπόθεση της δηλητηρίασης του Ρώσου αντιπάλου Αλεξέι Ναβάλνι και ζητούν τώρα μορατόριουμ. Οι Πράσινοι, ήδη εχθρικοί απέναντι στον Nord Stream 1, δεν θέλουν να ακούσουν για δεύτερο αγωγό. Η αδιαλλαξία τους ενισχύεται από το ψήφισμα κατά του αγωγού που ψηφίστηκε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις 21 Ιανουαρίου, μετά την κινητοποίηση των περιβαλλοντικών οργανώσεων και από την αντιρωσική εμμονή του δυτικού Τύπου. Σε συνδυασμό με τη δύναμη της αμερικανικής επιρροής, η δημοτικότητα του περιβαλλοντικού αισθήματος καθιστά το έργο «τοξικό» και ωθεί τη γερμανική κυβέρνηση να κάνει παραχωρήσεις.
Ήδη από το 2019, η καγκελάριος παραχώρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες χρηματοδότηση για δύο τερματικούς σταθμούς επαναεριοποίησης για την παραλαβή υγροποιημένου φυσικού αερίου στις γερμανικές ακτές, υπό τον όρο ότι η Ουάσινγκτον θα σταματήσει να κυνηγά τον Nord Stream 2. Δυστυχώς, η δηλητηρίαση του κ. Ναβάλνι το καλοκαίρι του 2020 και η φυλάκισή του τον Ιανουάριο του 2021 (9) παρείχαν στους αντιπάλους του αγωγού ένα επιχείρημα που ήταν ακόμη πιο ισχυρό επειδή το Βερολίνο είχε υποστηρίξει σθεναρά τον Ρώσο «αντιφρονούντα»: από τη Βαρσοβία μέχρι το Παρίσι, μέσω Βρυξελλών, αξιωματούχοι προέτρεπαν την καγκελάριο να συμπεριλάβει τη διακοπή του έργου στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στη Μόσχα. Η εκλογή του Τζόζεφ Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο αποφόρτισε τους δημοκρατικούς που «αγωνιούσαν να μην ευθυγραμμιστούν» με τις θέσεις του Τραμπ καθώς η νέα κυβέρνηση φαίνεται να είναι εξίσου αποφασισμένη με την παλιά να σκοτώσει τον Nord Stream 2.
Ωστόσο, «η οδύσσεια» του αγωγού συνεχίζεται. Τα ρωσικά πλοία συνέχισαν να τοποθετούν σωλήνες στον πυθμένα της Βαλτικής ενώ η Γερμανία εξακολουθεί να ελπίζει να πείσει τον Λευκό Οίκο. Προκειμένου δε να παρακάμψει τις κυρώσεις, το κρατίδιο του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, στο οποίο ηγείται το SPD, έχει ιδρύσει ένα Ίδρυμα για την προστασία του κλίματος και του περιβάλλοντος, το οποίο μεταξύ των στόχων του, περιλαμβάνει την ολοκλήρωση του αγωγού. Κατά ειρωνικό τρόπο, το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωση του αγωγού θα μπορούσε να συμπέσει με το χρονοδιάγραμμα των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό κυβερνητικού συνασπισμού μετά τις γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Θα αποδεχθούν τον αγωγό Nord Stream 2 οι Πράσινοι, οι οποίοι καταγράφουν υψηλά ποσοστά στις δημοσκοπήσεις και επομένως ισχυροποιούν τη θέση τους στις συζητήσεις για το σχηματισμό κυβέρνησης;
Pierre Rimbert
(1) Thane Gustafson, The Bridge : Natural Gas in a Redivided Europe, Harvard University Press, Cambridge, 2020.
(2) Lire Claude Julien, « La paix selon M. Reagan », Le Monde diplomatique, février 1983.
(3) Rapport d’information déposé par la commission des affaires européennes sur l’indépendance énergétique de l’Union européenne, Assemblée nationale, Paris, 24 juin 2020.
(4) Odile Tsan, « Nord Stream 2. Pourquoi Berlin a besoin du gazoduc de la discorde », L’Humanité, Saint-Denis, 2 mars 2021.
(5) Cité par Thane Gustafson, The Bridge, op. cit.
(6) Lire « De Varsovie à Washington, un Mai 68 à l’envers », Le Monde diplomatique, janvier 2018.
(7) Süddeutsche Zeitung, Munich, 7 février 2019.
(8) RND, Hanovre, 17 octobre 2020 ; Rheinische Post, Düsseldorf, 6 février 2020.
(9) Lire Hélène Richard, « Alexeï Navalny, prophète en son pays ? », Le Monde diplomatique, mars 2021.